Η "επίμονη" ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Real Estate

Η "επίμονη" ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Real Estate

Το επίπεδο ανταγωνιστικότητας του Ελληνικού Real Estate κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την τελευταία υγειονομική κρίση.
09.10.2020

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ στην αντιμετώπιση της αρχικής φάσης της πανδημικής κρίσης απετέλεσε μία θετική έκπληξη για την Ευρώπη και όλο τον κόσμο, που είχαν συνηθίσει να λαμβάνουν από αυτήν αρνητικά μηνύματα, καθόλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετούς διάρκειας οικονομικής ύφεσης. Οι τιμές των ακινήτων, ιδιαιτέρως των οικιστικών, που ακολούθησαν την προηγούμενη κάμψη της οικονομίας, σημειώνοντας πτώση μέχρι και 40%, φαίνεται να μη συμπεριφέρονται σε αυτή την πρωτόγνωρη κρίση με τον ίδιο τρόπο. Οι λόγοι της διατήρησης της αξίας των ελληνικών ακινήτων σε απόλυτους αριθμούς αλλά και συγκρινόμενα με ανταγωνιστικές χώρες του εξωτερικού είναι πολυποίκιλοι.

Για την Ελληνική αγορά ακινήτων, ανταγωνιστικοί προορισμοί λόγω γεωγραφικής τοποθεσίας και τουριστικού ενδιαφέροντος, αποτελούν κυρίως η Ισπανία, η Ιταλία και η Τουρκία. Συγκρίνοντας τα δεδομένα, των οικιστικών ακινήτων στις πρωτεύουσες των χωρών αυτών με την Αθήνα, σχετικά με τις τιμές και τις τάσεις τους, παρατηρούμε ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων της Αθήνας σε σχέση με της Μαδρίτης είναι σχεδόν στο μισό, ενώ συγκρινόμενη με της Ρώμης είναι σχεδόν στο ένα τρίτο. Η Αθήνα βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα σε αξίες ακινήτων, ακόμη και σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές της Τουρκίας, που αντιμετωπίζει σημαντική πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα.

Τα προγράμματα της Golden Visa και των βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων ακινήτων της Ελλάδας που συνέτειναν σε υψηλότατες άμεσες ξένες επενδύσεις για αγορές ακινήτων (€1,45 δισ. ή 35% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων για το 2019) καθώς και το ενδιαφέρον από εξαιρετικά εύπορα φυσικά πρόσωπα για αγορά εξοχικής κατοικίας, που θα τους παρέχει ιδιωτικότητα, ασφάλεια και ποιότητα ζωής (περιβάλλον – αναψυχή – πολιτισμός), θα αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες αύξησης της ζήτησης για οικιστικά ακίνητα αμέσως μετά την πανδημική κρίση. Οι τράπεζες τότε θα κληθούν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο, τόσο στη χρηματοδότηση όσο και στην παροχή ακινήτων από το σημαντικό χαρτοφυλάκιό τους.

Με σκοπό την απελευθέρωση της επενδυτικής κίνησης, χρειάζεται οι τράπεζες να μην αποκτούν ακίνητα που δεν έχουν πλήρως ελεγχθεί και τακτοποιηθεί, με συνέπεια να αναλαμβάνουν οι ίδιες την διεκπεραίωση των διαδικασιών, γεγονός που αυξάνει το χρόνο και το κόστος μεταπώλησης στον τελικό επενδυτή.

Οι τράπεζες δεν μπορούν να θεωρούνται τελικός αποδέκτης των ακίνητων. Έχοντας τη δυνατότητα να μεταπωλούν ακίνητα, χωρίς να χρειάζεται πρώτα να τα «νομιμοποιήσουν», δεν επιβαρύνουν τον ισολογισμό τους και απελευθερώνουν μεγάλο στοκ ακινήτων. Στην περίπτωση δε των κατοικιών, στη «δεξαμενή» των τραπεζών βρίσκεται και ένας μεγάλος αριθμός οικιστικών ακινήτων, τα οποία αναμένουν να απελευθερωθούν.

Συνεπώς, η ισχύς της αγοράς ακινήτων, η απελευθέρωση του πραγματικού αποθέματος και η προνομιακή θέση της Ελλάδας στην καμπύλη απόδοσης, μπορούν μακροπρόθεσμα να εδραιώσουν τη θέση της κατοικίας στον επενδυτικό χάρτη.

Άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα μπορούν να αποτελέσουν τα φορολογικά κίνητρα προς ξένους συνταξιούχους, το μέτρο της επιβολής οριζόντιου φορολογικού συντελεστή για το σύνολο των παγκόσμιων εισοδημάτων προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική έδρα τους στην Ελλάδα, καθώς και τα κίνητρα φορολογικού χαρακτήρα για την υλοποίηση εργασιών ανακαίνισης κτιρίων, όπως και η μείωση της γραφειοκρατίας.

Η Πειραιώς Real Estate, διαχειριζόμενη το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο ακινήτων στην Ελλάδα, διαθέτει την εμπειρία και την τεχνογνωσία ώστε να προτείνει λύσεις με διαφάνεια και ταχύτητα, χωρίς γραφειοκρατία και ενδιάμεσους μεσολαβητές, λειτουργώντας υπεύθυνα και αξιόπιστα ως “one stop shop”, παρέχοντας όλο το φάσμα υπηρεσιών σχετικά με την ακίνητη περιουσία, παρακολουθώντας και συνδιαμορφώνοντας τις εξελίξεις στην ταχύτατα μεταβαλλόμενη βιομηχανία του real estate. 

Καταλήγοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι επί του παρόντος, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα για τη διαμόρφωση της επόμενης μέρας σχετικά με τις επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία αλλά και γενικότερα, είναι η αυξημένη ανάγκη για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην Ελληνική οικονομία, την υπεύθυνη επενδυτική με την έννοια της εστίασης των εταιρειών στη βιώσιμη ανάπτυξη, σε ζητήματα κοινωνικού χαρακτήρα, ορθής εταιρικής διακυβέρνησης και ψηφιακού μετασχηματισμού και, τελικά, στη συνειδητοποίηση ότι εταιρείες και πρόσωπα είμαστε μέρη του ίδιου αλληλοεπηρεαζόμενου περιβάλλοντος.