Επιζώντες στην εποχή του ψηφιακού μετασχηματισμού

Επιζώντες στην εποχή του ψηφιακού μετασχηματισμού

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η τεχνολογία έχει αυξήσει εκθετικά το αποτύπωμά της σε όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας
11.01.2021

Η ιστορία δείχνει ότι καταστροφές από ακραία φυσικά φαινόμενα, παγκόσμιες οικονομικές διαταραχές και υγειονομικές κρίσεις είναι οι αιτίες για τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Έχουμε μάθει να προσαρμοζόμαστε σε απρόβλεπτα γεγονότα και τις περισσότερες περιπτώσεις να τα εκμεταλλευόμαστε ως εφαλτήρια για πρόοδο και μεταρρυθμίσεις.

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η τεχνολογία έχει αυξήσει εκθετικά το αποτύπωμά της σε όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τις κοινωνικές δομές μέχρι το αξιακό σύστημα και την ηθική, από την παραγωγή μέχρι την ψυχαγωγία, από την εκπαίδευση μέχρι τις μορφές επικοινωνίας. Αντίθετα όμως από τα απρόβλεπτα γεγονότα που έχουν μία περιοδικότητα, η τεχνολογία διακρίνεται από συνεχή και διαρκώς αυξανόμενη επιρροή στην κοινωνία αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια επαρκούς κατανόησης και προσαρμογής.

Πολυεθνικές όπου η παραγωγή καινοτομίας και οι τεχνολογίες αιχμής είναι θέμα βιωσιμότητας όπως οι Apple, Microsoft, η Google, η Tesla κ.λπ. αντιλαμβανόμενες τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία στο τρόπο λειτουργίας τους πειραματίζονται με πιο επίπεδες οργανωτικές δομές, επαναπροσδιορίζουν και εφαρμόζουν απλούστερες διαδικασίες παραγωγής και παρέχουν μεγαλύτερη αυτονομία στις ομάδες εργασίας. Εταιρείες αντίστοιχης κουλτούρας και νεοφυείς επιχειρήσεις που διαθέτουν διοικήσεις με οράματα και στόχους, που μπορούν να προσφέρουν υψηλά κίνητρα σε ταλαντούχους εργαζόμενους θα είναι οι περισσότερο ωφελημένοι από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις νέες μορφές εργασίας.

Η ικανότητα προσαρμογής είναι ένα από τα σημαντικά εφόδια των κοινωνιών, ζώντων οργανισμών και επιχειρήσεων που καθορίζει την ικανότητά τους για επιβίωση σε βάθος χρόνου. Για να ανταπεξέλθουν τον ανταγωνισμό και να είναι βιώσιμοι οι σύγχρονοι παραγωγικοί φορείς (εταιρίες, οργανισμοί, δημόσιος φορέας, ιδρύματα κλπ), πρέπει να αγκαλιάσουν την τεχνολογική καινοτομία και να προσαρμοστούν στο υπό διαμόρφωση ασταθές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που επιχειρούν.

Ωστόσο, ακόμη και σε επιχειρήσεις που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της διαρκούς προσαρμογής η αλλαγή δεν είναι εύκολη άσκηση και πολλές εταιρείες αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια προερχόμενα κυρίως εκ των έσω. Οργανισμοί εφησυχασμένοι από την κατοχή μεριδίου αγοράς, πίεση για παρουσίαση γρήγορων κερδών από τους μετόχους, ξεπερασμένη εταιρική κουλτούρα και προσωπικό με χαμηλό ηθικό απρόθυμο να αναλάβει νέες ευθύνες, αποτελούν τις κύριες αιτίες αυτού που ονομάζεται «μυωπική διαχείριση», ένα σύμπτωμα υπεύθυνο για την λανθασμένη αξιολόγηση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος και των επιπτώσεων που έχουν οι αποφάσεις των διοικήσεων, την αργοπορημένη δράση, αναβολή ή και την ακύρωση πρωτοβουλιών που θα φέρουν το εταιρικό πλεονέκτημα, με σοβαρές συνέπειες στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Adaptability Quotient (AQ) είναι η επιστημονική μέτρηση της προσαρμοστικότητας στο επιχειρησιακό περιβάλλον και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οργανισμούς, ομάδες εργασίας και εργατικό δυναμικό. Σε ένα ολοένα και πιο απρόβλεπτο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, το AQ των εταιριών καθίσταται ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι παρέχει μια ένδειξη της ικανότητας των εταιριών να αντιλαμβάνονται και να επωφελούνται από τις αλλαγές στην κοινωνία, την ικανότητα να κατανοούν που τις οδηγούν οι επιλογές τους, την προθυμία να σταματήσουν να κάνουν πράγματα με τον παραδοσιακό τρόπο, να παίρνουν ρίσκα και να πειραματίζονται με νέες ιδέες, δομές και εργαλεία.

Ενώ η ευελιξία και προσαρμοστικότητα είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν κυρίως τις εταιρίες πληροφορικής και νεοφυείς επιχειρήσεις, κραταιές οργανισμοί άλλων κλάδων με ολοκληρωμένες δομές, διαμορφωμένες πολιτικές και διαδικασίες, δυσκολεύονται να αφομοιώσουν και να επωφεληθούν από την καινοτομία, τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που προσφέρει η ραγδαία εξελισσόμενη τεχνολογία. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό σε τομείς χαμηλού ανταγωνισμού (μονοπώλια και ολιγοπώλια) ή σε κλάδους όπου μέχρι πρότινος η τεχνολογία δεν θεωρείτο επιδραστικό στοιχείο στο δομικό μετασχηματισμό των οργανισμών και την χάραξη πολιτικής (κυβερνητικές υπηρεσίες, υποδομές, μεταφορές, εκπαίδευση κλπ), όπου η πλειονότητα των οργανισμών φαίνεται να υπολείπεται της παρακολούθησης της τεχνολογίας και της ανάλογης εξέλιξης, με αποτέλεσμα να έχουν ακόμη την οργάνωση, δομή και λειτουργία που προϋπήρχε της εποχής των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Στο παρελθόν, για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, οι διεθνώς πρωτοπόρες επιχειρήσεις επιδίδονταν στον περιοδικό ανασχεδιασμό τους “organizational reengineering”, δηλαδή τη διαδικασία αναθεώρησης της οργανωτικής δομής και των διαδικασιών στοχεύοντας στην αύξηση των κερδών και τη παροχή πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών. Σήμερα υιοθετούν το σύγχρονο ανάλογο, αυτό του ψηφιακού μετασχηματισμού “digital transformation”, όπου εκμεταλλευόμενες τεχνολογίες αιχμής ακολουθούν ένα μοντέλο συνεχούς τροποποίησης της οργανωτικής κουλτούρας, των ακολουθούμενων διαδικασιών και της αλληλεπίδρασης με προμηθευτές και πελάτες, ώστε να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του νέου ψηφιακού επιχειρησιακού περιβάλλοντος.

Ταυτόχρονα, η ψηφιακή οικονομία αλλάζει νοοτροπίες, πολιτικές και προτεραιότητες. Στο παρελθόν, η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η εταιρική βάση δεδομένων ήταν τα καλά προστατευμένα συστατικά που εξασφάλιζαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ενώ στο παρελθόν μια από τις προκλήσεις των επιχειρήσεων ήταν ο μετριασμός της απώλειας γνώσεων και η μεταλαμπάδευση τους στις νεότερες γενιές, σήμερα αναγνωρίζεται ότι διαφορετικές γενιές και άτομα από διαφορετικά υπόβαθρα μπορούν να διαθέτουν εξίσου σημαντικές διαφορετικές δεξιότητες, πάθος για δημιουργία και επινοητικότητα, οδηγώντας τις επιχειρήσεις να εστιάζουν στους τρόπους με τους οποίους διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών, ο μετασχηματισμός τους σε κοινή γνώση και η χρήση τους στην έρευνα και ανάπτυξη.

Καθώς στην ψηφιακή οικονομία ο χρόνος απόκρισης για την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα μικρός, επιχειρήσεις που δεν έχουν την ικανότητα ή τα αντανακλαστικά να αναπτύσσουν αρκετά γρήγορα δεξιότητες, ανταγωνιστικές τεχνολογίες, εξειδικευμένες υπηρεσίες και προϊόντα, στρέφονται στην εκμετάλλευση του αποτυπώματος που προσφέρουν οι συνδυασμένες και συλλογικές προσπάθειες, το λεγόμενο "synergistic effect”, αναζητώντας στρατηγικές συνεργασίες με εταιρείες που προσφέρουν καινοτόμες ιδέες προϊόντων, διαφορετικά δίκτυα εφοδιασμού και πελατολογίου, ευρύτερους επιχειρηματικούς στόχους, μείωση των κινδύνων, ευέλικτες διαδικασίες και πρόσβαση στο ποιοτικό εργατικό δυναμικό των τοπικών κοινοτήτων. Συνειδητοποιούν ότι για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους πρέπει να ενσωματώσουν τη νοοτροπία της διαρκούς εξέλιξης στην κουλτούρα τους, να μοιραστούν πληροφορίες, ταλέντα και οράματα. Πρέπει να αλλάξουν την οργανωτική δομή, τις διαδικασίες εργασίας και τη στάση τους απέναντι στη διαχείριση της γνώσης.

Στα πλαίσια του ψηφιακού μετασχηματισμού, προκειμένου να αποκομίσουν τα περισσότερα οφέλη που προσφέρει η ψηφιακή οικονομία, οι επιχειρήσεις πρέπει να απομακρυνθούν από ιεραρχικές και μηχανιστικές οργανωτικές δομές (με βάση τη λειτουργία ή τον τομέα υπηρεσιών), υπεύθυνες για χρονοβόρες διαδικασίες και αναποτελεσματικές σε στρατηγικό επίπεδο αποφάσεις, προχωρώντας σε πιο οργανικές, ευέλικτες και χωρίς σαφή οριοθέτηση δομές (επίπεδες, βασισμένες στη διαδικασία και, κυκλικές, matrix), φιλικότερες στη δικτύωση και συνεργασία. Ταυτόχρονα, για την ενίσχυση της καινοτομίας, σε συνεργασία με άλλες σημαντικές επιχειρήσεις, δημόσιους οργανισμούς και ερευνητικά κέντρα να στήσουν και υποστηρίξουν τοπικούς “Συνεργατικούς Σχηματισμούς  Καινοτομίας”, ενώ σε επίπεδο εργασίας να δίνουν τη δυνατότητα στο προσωπικό τους να δημιουργούν εθελοντικές ομάδες που θα επεξεργάζονται και αναπτύσσουν νέες ιδέες, πέρα από τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.

Στη ψηφιακή εποχή θα επιβιώσουν οι οργανισμοί που φέρουν γρήγορα αντανακλαστικά στη σωστή χρήση και εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών, που επιδιώκουν συνειδητά τη συνεχή μάθηση και προσαρμογή, που παρέχουν δυναμικά περιβάλλοντα εργασίας στηρίζοντας την καινοτομία και την προώθηση νέων ιδεών παράγοντας καινοτόμες υπηρεσίες και νέες αγορές