Οπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Ερευνας Καταναλωτικών Αγαθών), Κωνσταντίνος Μαχαίρας μέχρι τώρα ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων τιμών πρώτων υλών φαίνεται να έχουν απορροφηθεί από τους ενδιάμεσους κόμβους της αλυσίδας παραγωγής και διάθεσης, παραγωγούς, μεταποιητές, προμηθευτές και το λιανεμπόριο στην Ελλάδα.
Ωστόσο, αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο για το μέλλον, εφόσον οι αυξητικές τάσεις συνεχιστούν, καθώς όλες οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη.
Ο ίδιος εκτιμά ότι «σημαντικό εμπόδιο στην διαχείριση των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα αποτελούν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ». Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην συγκεκριμένη κατάταξη βρίσκεται στην 6η θέση με τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. Η βασική διαφοροποίηση είναι ότι πολλές χώρες και ιδιαίτερα οι χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν έναν αρκετά χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ για τα τρόφιμα πρώτης ανάγκης (π.χ. ψωμί, γαλακτοκομικά κλπ), ο οποίος κατά κανόνα κυμαίνεται στο ύψος του 4% έως 7%, όταν στην Ελλάδα τα αντίστοιχα αγαθά έχουν διπλάσιο ή τριπλάσιο συντελεστή ΦΠΑ 13%.
Όμως και ο υψηλός συντελεστής ΦΠΑ, στον οποίο υπάγονται ακόμα και σήμερα αρκετά προϊόντα τροφίμων είναι σημαντικά υψηλότερος από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα ο συντελεστής αυτός στην Ελλάδα είναι 24%, ο 6ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν ο μέσος όρος των χωρών είναι 21%.
Σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα, «προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις ανατιμήσεων στην Ελλάδα, η διαχείριση των συντελεστών ΦΠΑ αποτελεί μία ευκαιρία».
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ
Τα αποτελέσματα μελέτης του ΙΕΛΚΑ δείχνουν ότι η πορεία των τιμών στην Ελλάδα είναι αυξητική τους τελευταίους μήνες, αλλά παράλληλα καλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο υπό-δείκτης τιμών καταναλωτή για την ομάδα των ειδών τροφίμων τον Ιούλιο του 2021 καταγράφεται αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020 κατά 0,41 (πριν την έναρξη της πανδημίας COVID-19) και κατά 1,73 σε σχέση με τον Ιούλιο 2020.
Όσον αφορά επιμέρους ομάδες τροφίμων, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στα νωπά φρούτα κατά 13,31% και στο αρνί και κατσίκι κατά 6,24%. Όσον αφορά τις τιμές των φρούτων, αυτές είναι αυξημένες λόγω των καιρικών συνθηκών του φετινού καλοκαιριού, ενώ οι τιμές του αρνιού παραμένουν αυξημένες.
Οι ομάδες των νωπών λαχανικών έχουν μεν αρκετά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 κατά 13,28%, αλλά συγκριτικά με τον Ιούλιο 2020 είναι και αυτές αυξημένες κατά 8,01%. Οι υπόλοιπες ομάδες καταγράφουν μικρότερες διακυμάνσεις με σαφή όμως την επίδραση των αυξήσεων των διεθνών τιμών πρώτων υλών.
Επίσης, ο δείκτης διεθνών τιμών πρώτων υλών (commodities) τροφίμων παραμένει σημαντικά αυξημένος σε σχέση με πριν την πανδημία COVID-19 κατά 24,34% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη) με μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές να καταγράφονται στα φυτικά έλαια και στα δημητριακά.
Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ