Οπως δήλωσε σε Συνέντευξη Τύπου "η ευρωπαϊκή οικονομία θα καταγράψει ισχυρή ανάκαμψη το 2022, ενώ ο πληθωρισμός θα μειωθεί". Μάλιστα, προέβλεψε ότι η διακοπή του προγράμματος ομολόγων της ΕΚΤ είναι ακόμη... μακριά.
Απαντώντας σε ερώτηση για τον αντίκτυπο που
θα έχουν τόσο το υψηλό κόστος ενέργειας, όσο και οι ανατιμήσεις ο Λέιν είπε ότι οι "πονοκέφαλοι αυτοί δεν πρόκειται να ανατρέψουν τη βασική δυναμική της
ανάκαμψης".
Πρόσθεσε ότι υπάρχουν άλλοι παράγοντες "που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι θα ανακάμψουμε αρκετά καλά το επόμενο έτος", όπως οι αποταμιεύσεις που έχει συγκεντρώσει ο κόσμος κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμών. "Η κατάσταση σήμερα είναι τελείως διαφορετική από ότι πριν από 12 χρόνια, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης", τόνισε.
Για τις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ, ο Λέιν είπε ότι στις αποφάσεις που θα λάβει η κεντρική τράπεζα θα είναι και το ύψος των αγορών, προσθέτοντας: "Αλλά θεωρούμε ότι η Ευρωζώνη απέχει πολύ από μία κατάσταση, όπου θα τερματιστούν οι αγορές ομολόγων. Η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από αυτή κάποιων χωρών".
Για την αύξηση του πληθωρισμού, ο οικονομολόγος της ΕΚΤ είπε ότι οφείλεται στην ισχυρή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας που οδήγησε σε αύξηση του ενεργειακού κόστους και σε στενότητες στην προσφορά. "Θεωρώ ότι το επόμενο έτος οι στενότητες θα μειωθούν και οι τιμές ενέργειας θα μειωθούν ή θα σταθεροποιηθούν", σημείωσε, προσθέτοντας ότι μεσοπρόθεσμα ο πληθωρισμός θα εξακολουθήσει να είναι χαμηλότερος και όχι υψηλότερος από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ.
"Αυτή η περίοδος του πληθωρισμού είναι πολύ σπάνια και προσωρινή και δεν είναι ένδειξη μίας χρόνιας κατάστασης. Η κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα είναι πολύ διαφορετική από αυτές των δεκαετιών του '70 και του ‘80", είπε.
Σχετικά με το ενδεχόμενο μεγάλων μισθολογικών αυξήσεων λόγω της ανόδου του πληθωρισμού, ο Λέιν είπε ότι η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρωζώνη δείχνει ότι αυτές δεν ήταν αρκετά μεγάλες για να προκαλέσουν πληθωρισμό 2%. "Πρόκειται περισσότερο για έναν παράγοντα κινδύνου που πρέπει να παρακολουθούμε παρά κάτι που βλέπουμε από τα υπάρχοντα στοιχεία", πρόσθεσε.