Την ώρα που τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα εφέτος συναγωνίζονται με αυτά προ πανδημίας, κάθε ένας από το 1% των πιο πλούσιων προκάλεσε κατά μέσο όρο 110 τόνους διοξειδίου του άνθρακα το 2019, τονίζεται στην έρευνα αυτή επικεφαλής της οποίας ήταν ο οικονομολόγος Λουκά Σανσέλ, συνδιευθυντής του WIL.
Συνολικά το 1% των πλούσιων ευθυνόταν το 2019 για το 17% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εξαιτίας των καταναλωτικών του συνηθειών και των επενδύσεών του.
Το 10% των πιο πλούσιων ευθυνόταν για τη μισή ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα.
Στον αντίποδα, οι μισοί πιο φτωχοί κάτοικοι του πλανήτη προκάλεσαν το 2019 κατά μέσο όρο την έκλυση 1,6 τόνου διοξειδίου άνθρακα το άτομο, ποσότητα που αντιστοιχεί συνολικά στο 12% των παγκόσμιων εκπομπών.
«Υπάρχει μια μεγάλη ανισότητα στο πόσο συμβάλει ο καθένας στο κλιματικό πρόβλημα», τόνισε ο Σανσέλ. Εκτός από τους πιο πλούσιους ανθρώπους, οι πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου έχουν πολύ πιο αυξημένο αποτύπωμα άνθρακα, αν ληφθούν υπόψη τα προϊόντα που κατασκευάζονται στο εξωτερικό και τα οποία στη συνέχεια εισάγουν.
Η Ευρώπη αντιπροσώπευε το 2019 περίπου το 25% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.Μεταξύ των λύσεων που προτείνει το WIL είναι οι δημόσιες πολιτικές να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τη συμβολή των ατόμων στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να καταπολεμούν τις συμπεριφορές που ρυπαίνουν περισσότερο.
«Αυτό μπορεί να γίνει μέσω εργαλείων που θα στοχοθετούν τις επενδύσεις σε δραστηριότητες που ρυπαίνουν περισσότερο τον πλανήτη ή που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα», επισημαίνεται στην έκθεση.
Εξάλλου ο Σανσέλ, έκανε λόγο για την υιοθέτηση «σταδιακού οικολογικού φορολογικού συντελεστή στον πλούτο». «Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να είναι πιο βιώσιμο πολιτικά από τους φόρους στην κατανάλωση άνθρακα που πλήττουν ιδιαίτερα τα πιο χαμηλά εισοδήματα και οι οποίοι δεν καταφέρνουν να μειώσουν τις εκπομπές των πιο πλούσιων», εξήγησε.