Η έρευνα διεξήχθη σε πάνω από 3.000 νοικοκυριά σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία) και σε πάνω από 250 Ευρωπαίους λιανοπωλητές που αντιπροσωπεύουν δαπάνες αξίας άνω των €2 τρισ. για το 2019/20.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περιθώρια κέρδους προ φόρων σε έξι βασικές ευρωπαϊκές αγορές που μελετήθηκαν μειώθηκαν από 6,4 % σε 4,5 % λόγω των διαδικτυακών αγορών, γεγονός που υποδηλώνει ότι καθώς αυξάνεται η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου, τα περιθώρια μειώνονται.
Τα περιοριστικά μέτρα σήμαναν στροφή προς το ηλεκτρονικό εμπόριο σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές λιανικής, καθώς οι καταναλωτές στράφηκαν σε νέους τρόπυς για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Η αύξηση των πωλήσεων στο διαδίκτυο αυξήθηκε ραγδαία, με αγορές όπως το Ηνωμένο Βασίλειο να βλέπουν τα ποσοστά διείσδυσης στο διαδίκτυο να κορυφώνονται σχεδόν στο 40 % κατά τη διάρκεια του 2020.
Σε όλες τις έξι περιοχές το ποσοστό των διαδικτυακών πωλήσεων αυξήθηκε από 12,1% κατά μέσο όρο το 2019 σε 14,8% το 2020.
Καθώς αυξάνεται η δυναμική του διαδικτύου, ο όγκος των επιστροφών στο διαδίκτυο αυξάνεται αναπόφευκτα - ασκώντας έντονη πίεση στα περιθώρια κέρδους. Είναι αυτό που οι λιανοπωλητές αποκαλούν αντίστροφη εφοδιαστική, της οποίας το κόστος είναι αντιστρόφως υψηλό. Οι αγοραστές αναμένουν γρήγορη, φθηνή αποστολή, μεταφέροντας τα οικονομικά βάρη της παράδοσης στους εμπόρους.
Σύμφωνα με την Quartz, «τα ποσοστά επιστροφής ποικίλλουν ανά κατηγορία, αλλά στην περίπτωση των ρούχων, οι αγοραστές μπορεί ακόμη και να αγοράσουν πολλά είδη με σκοπό να επιστρέψουν τα περισσότερα. Κάθε επιστροφή συνεπάγεται έξοδα όπως αποστολή, εξυπηρέτηση πελατών, επιθεώρηση και διαλογή αγαθών, μερικές φορές ανασυσκευασία και επισκευή τους, αποθήκευση και μερικές φορές εκκαθάριση.
Οι καθαροί διαδικτυακοί λιανοπωλητές λειτουργούν συνήθως με σημαντικά χαμηλότερα περιθώρια από τα επιχειρηματικά μοντέλα πολλαπλών καναλιών πωλήσεων που περιλαμβάνουν και φυσικά καταστήματα.
Σύμφωνα με την ανάλυση της A&M τα μέσα περιθώρια κέρδους προ φόρων για καθαρούς διαδικτυακούς λιανοπωλητές σε όλες τις βασικές ευρωπαϊκές αγορές που αναλύθηκαν ήταν 1,4 %, έναντι 5,4 % για τη συνολική βιομηχανία. Αυτό αντικατοπτρίζει τη διαφορά στις δομές κόστους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και την ευαισθησία των καταναλωτών στις τιμές όπου η διαφάνεια στην τιμή, τις υπηρεσίες και την ποιότητα οδηγεί σε περαιτέρω πιέσεις στα περιθώρια κέρδους
Η A&M προβλέπει ότι η επιτάχυνση της διαδικτυακής ανάπτυξης θα οδηγήσει σε μείωση των περιθωρίων κέρδους στο 3,2 % έως το 2025 για τις έξι ευρωπαϊκές χώρες που αναλύθηκαν με τα συνολικά κέρδη να υπολογίζονται σε έως και €11 δισ. λιγότερα έως το 2024/25, σε σύγκριση με το σενάριο όπου ο Covid-19 δεν θα επηρέαζε τη συμπεριφορά των καταναλωτών.