«Τα ανώτατα όρια δαπανών που ακολουθούν την τάση της ανάπτυξης θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους υφιστάμενους μεσοπρόθεσμους στόχους που εκφράζονται σε όρους διαρθρωτικού ισοζυγίου. Ο συνδυασμός του πρωτογενούς ισοζυγίου με έναν κανόνα δαπανών θα βοηθούσε στη σταθεροποίηση του ρυθμού μείωσης του χρέους για χώρες με δημόσιο χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ. Επίσης, το χρέος στο 100% θα συγκλίνει με ρυθμό 1/20 ετησίως, εκτός και αν υπάρξουν σοβαρές οικονομικές συνθήκες ή επενδυτικό κενό που να δικαιολογούν αποκλίσεις», τονίζει ο ESM.
Οπως λέει «η κρίση έφερε υψηλότερες δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από το χρέος, με τις συνέπειές της να επιβαρύνουν ενδεχομένως περαιτέρω τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Η απάντηση της νομισματικής πολιτικής στην κρίση διατήρησε τα επιτόκια χαμηλά και τα βάρη εξυπηρέτησης του χρέους σε διαχειρίσιμα επίπεδα, καθιστώντας τα υψηλότερα επίπεδα του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους ανεκτά για τις αγορές».
Τέλος, ο ESM καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες μετά την πανδημία θα πρέπει να παρέχουν αξιόπιστη πολιτική καθοδήγηση, τονίζοντας: «Οι καλά σχεδιασμένοι και διαφανείς κανόνες μπορούν να ενισχύσουν τη δημοσιονομική απόδοση και να αποτρέψουν τα λάθη της πολιτικής.
Μεσοπρόθεσμα, οι αναθεωρημένοι κανόνες μπορούν να βοηθήσουν στη σταδιακή κατάργηση των διακριτικών δημοσιονομικών μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία. Μακροπρόθεσμα, μπορούν να ενισχύσουν τη δέσμευση για δημοσιονομικές θέσεις που σταθεροποιούν τα επίπεδα του δημόσιου χρέους».