Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η ενασχόληση της οικογένειας και η μακροπρόθεσμη οπτική και νοοτροπία, τους επέτρεψε να επιδείξουν ανθεκτικότητα στην πανδημία, τοποθετώντας τους στην προνομιακή θέση να ηγηθούν της οικονομικής ανάκαμψης.
Η μελέτη με τίτλο «Επιτυγχάνοντας την επαναφορά: Πώς οι οικογενειακές επιχειρήσεις κατισχύουν του COVID-19», περιλαμβάνει απόψεις από περίπου 2 500 οικογενειακές επιχειρήσεις και περισσότερες από 500 μη-οικογενειακές. Αναδεικνύει τρεις βασικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι οικογενειακές επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν τις άμεσες επιπτώσεις του COVID-19:
1. Επιδεικνύοντας υπομονή: Οι οικογενειακές επιχειρήσεις επικεντρώνονται στην προστασία της επιχείρησης με στόχο τη διασφάλιση της μελλοντικής πορείας της και της μετάβασής της στην επόμενη γενιά. Αυτή η μακροπρόθεσμη νοοτροπία τους επέτρεψε να αξιοποιήσουν την υπομονή τους για την απόδοση της επένδυσης για να κατανοήσουν τον πλήρη αντίκτυπο του COVID-19 τόσο στην επιχείρησή τους όσο και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κλάδου τους. Το βλέμμα τους παρέμεινε προσηλωμένο στη χάραξη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και όχι απλά στην αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων της πανδημίας.
2. Κοινωνική υπευθυνότητα: Οι οικογενειακές επιχειρήσεις έλαβαν μέτρα για να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας όχι μόνο προς όφελος της οικογένειας και της επιχείρησής τους, αλλά προσβλέποντας και στην ευημερία της κοινωνίας και την αντιμετώπιση των αναγκών όλων των εμπλεκομένων μερών, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, των πελατών, των προμηθευτών και των τοπικών κοινοτήτων.
Οι επιχειρήσεις με επικεφαλής έναν Διευθύνοντα Σύμβουλο- μέλος της οικογένειας και με σημαντική συμμετοχή της οικογένειας στην επιχείρηση είχαν περισσότερες πιθανότητες να υιοθετήσουν μια στρατηγική κοινωνικής ευθύνης. Αντίθετα, εάν ηγείτο της οικογενειακής επιχείρησης στέλεχος που δεν ήταν μέλος της οικογένειας ή η οικογένεια είχε μικρότερη συμμετοχή, καταγράφηκε μεγαλύτερη πιθανότητα ο επικεφαλής της επιχείρησης να λάβει δύσκολες αποφάσεις για να μειώσει τον αντίκτυπο στην επιχείρηση, όπως μείωση του αριθμού των εργαζομένων, γενική μείωση κόστους και πιθανώς αναδιάρθρωση.
3. Επιχειρηματικός Μετασχηματισμός: Η πιθανότητα οι οικογενειακές επιχειρήσεις να εφαρμόσουν στρατηγικές επιχειρηματικού μετασχηματισμού εμφανίζεται κατά 42% μεγαλύτερη έναντι των μη-οικογενειακών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στις οικογενειακές επιχειρήσεις, η πιθανότητα να εφαρμοστεί μία στρατηγική επιχειρηματικού μετασχηματισμού ήταν κατά 45% μεγαλύτερη σε αυτές που απασχολούν διαφορετικές γενιές, σε σύγκριση με τις οικογενειακές επιχειρήσεις μίας μόνο γενιάς.
Αναφορικά με την επίδραση της πανδημίας στις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας και τον προγραμματισμό της διαδοχής, ο Βαγγέλης Αποστολάκης, Αντιπρόεδρος και Επικεφαλής Οικογενειακών Επιχειρήσεων της KPMG στην Ελλάδα, αναφέρει «Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης στις σχέσεις των μελών της οικογένειας: εάν υπήρχαν προβλήματα, αυτά επιδεινώθηκαν και παρατηρήθηκαν μεγαλύτερες εντάσεις και διαφωνίες, όταν όμως υπήρχε ομόνοια και συνοχή, είδαμε τα μέλη της οικογένειας να έρχονται ακόμα πιο κοντά, εστιάζοντας στον κοινό στόχο να προστατεύσουν την επιχείρηση και την οικογενειακή κληρονομιά. Η πανδημία είχε επίσης ως αποτέλεσμα να διευρυνθούν και ενταθούν οι συζητήσεις για τη διαδοχή. Ξαφνικά οι ηγέτες των οικογενειακών επιχειρήσεων από τις παλαιότερες γενιές συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν ένα σχέδιο για την απόκτηση δεξιοτήτων που απαιτούνταν για την άμεση, γρήγορη και αποτελεσματική διαχείριση ενός απρόσμενου γεγονότος. Ως αποτέλεσμα είδαμε μία επιταχυνόμενη ανάθεση αρμοδιοτήτων και ευθυνών στα νεότερα μέλη της οικογένειας, βοηθώντας τους σε ορισμένες περιπτώσεις να προετοιμαστούν για την ανάληψη περαιτέρω ευθυνών στο μέλλον, χωρίς να παραγνωρίζουμε όμως τον κίνδυνο η ανάθεση αυτή, λόγω πίεσης χρόνου, να μην έγινε πάντοτε αποτελεσματικά ή σε κατάλληλα προετοιμασμένα άτομα»
Βασικά συμπεράσματα της έρευνας «Επιτυγχάνοντας την επαναφορά: Πώς οι οικογενειακές επιχειρήσεις κατισχύουν του COVID-19»:
― 69% των οικογενειακών επιχειρήσεων ανέφεραν ότι η πανδημία του COVID-19 είχε ως αποτέλεσμα μία αρχική πτώση των εσόδων, 9% ανέφεραν αύξηση ειδικά λόγω των ενεργειών τους να μεταστρέψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και 22% ανέφεραν ότι δεν υπήρξε μεταβολή στα έσοδα. Στην Ελλάδα το ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφερε αύξηση εσόδων ήταν σημαντικά υψηλότερο και ανήλθε σε 19%.
― Η μείωση στον αριθμό των εργαζομένων στις οικογενειακές επιχειρήσεις παγκοσμίως ανήλθε στο 8,56% έναντι μείωσης 10,24% που σημειώθηκε στις μη-οικογενειακές επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν παρόμοιο ποσοστό μείωσης εργαζομένων (8.35%).
― 76% των οικογενειακών επιχειρήσεων παγκοσμίως έκανε χρήση κυβερνητικών προγραμμάτων στήριξης, κυρίως με τη μορφή χαμηλού κόστους δανείων. Υπήρξε μικρότερο ενδιαφέρον από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για κρατικές επιδοτήσεις έναντι των μη-οικογενειακών.
― Ποσοστό μεγαλύτερο του 70% ανέφερε ότι διατήρησε το πρόγραμμα επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) και συνέχισε την εισαγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών.
― Όταν οι ηγέτες των οικογενειακών επιχειρήσεων συνειδητοποίησαν τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πανδημία στις επιχειρήσεις τους, αντιλήφθηκαν ότι απαιτείται περισσότερη ενεργή εμπλοκή της οικογένειας και γρηγορότερη λήψη αποφάσεων. Ορισμένες επιχειρήσεις επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους εντός της επιχείρησης ώστε να διαγνώσουν και να επιλύσουν τα προβλήματα. Άλλες επιχειρήσεις στράφηκαν προς τα έξω για πιθανές ευκαιρίες συνεργασίας με πελάτες, προμηθευτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε να αναπτύξουν από κοινού λύσεις. Στην Ελλάδα, από τις απαντήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων προέκυψε ότι ήταν περισσότερες οι επιχειρήσεις που ακολούθησαν μία εξωστρεφή πολιτική και αναζήτησαν συνεργασίες εκτός επιχείρησης από εκείνες που επικεντρώθηκαν στις δικές τους προσπάθειες.
Με αφορμή τα αποτελέσματα της μελέτης η Κατερίνα Πολυζώη, Διευθύντρια στον τομέα των Συμβουλευτικών Υπηρεσιών προς Οικογενειακές Επιχειρήσεις της KPMG στην Ελλάδα ανέφερε «Η πανδημία δημιούργησε ευκαιρίες για τα νεαρά μέλη της οικογένειας, που είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένα με την τεχνολογία, να συμμετάσχουν πιο ενεργά στις οικογενειακές τους επιχειρήσεις και να αναλάβουν κρίσιμους ρόλους στην εισαγωγή ψηφιακών λύσεων, συμβάλλοντας στις αναγκαίες αλλαγές του λειτουργικού μοντέλου και στην ανανέωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις φαίνεται πως αφουγκράστηκαν αυτήν την συγκυρία ως ευκαιρία για άμεση ψηφιακή επιτάχυνση και μετασχηματισμό προς όλες τις κατευθύνσεις.»