Η συναλλαγή αφορά την τιτλοποίηση χαρτοφυλακίου μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων συνολικής λογιστικής αξίας ~€6 δισ.
Η συναλλαγή "Frontier"
αποτελεί ορόσημο και συμβάλει καθοριστικά στην εξυγίανση του ισολογισμού
της ΕΤΕ εν όψη της επίτευξης μονοψήφιου δείκτη μη-εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων άμεσα.
Συγκεκριμένα, η συναλλαγή (α) έλαβε δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις, (β) δεν απαίτησε απόσχιση του τραπεζικού κλάδου της ΕΤΕ με σύσταση νέας εταιρείας (hive down) και (γ) θα εξυπηρετείται από εταιρεία διαχείρισης που δεν αποτελεί προϊόν απόσχισης από την ΕΤΕ. Από πλευράς κεφαλαιακής ενίσχυσης η συναλλαγή είναι μοναδική στην εγχώρια αγορά, ενισχύοντας την κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ κατά 1.5 ποσοστιαίες μονάδες.
Η ΕΤΕ διακρατεί το 100% των ομολογιών υψηλής (Senior) εξοφλητικής προτεραιότητας, καθώς και το 5% των ομολογιών μεσαίας (Mezzanine) και χαμηλής (Junior) εξοφλητικής προτεραιότητας, ενώ το 95% των ομολογιών μεσαίας (Mezzanine) και χαμηλής (Junior) εξοφλητικής προτεραιότητας διατίθεται στην κοινοπραξία αποτελούμενη από θυγατρικές των επενδυτικών εταιρειών Bain Capital Credit και Fortress Investment Group καθώς και την doValue Greece.
Εκ μέρους της ΕΤΕ, η Morgan Stanley & Co. International plc ενήργησε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος και διοργανωτής της συναλλαγής, οι δικηγορικές εταιρείες Clifford Chance LLP και Καρατζάς & Συνεργάτες ως επίκουροι νομικοί σύμβουλοι αγγλικού και ελληνικού δικαίου αντίστοιχα, η Oliver Wyman ως σύμβουλος οικονομοτεχνικών θεμάτων ενώ η Cerved υποστήριξε την Τράπεζα στην κατάρτιση του επιχειρηματικού σχεδίου του χαρτοφυλακίου.