Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία τα αιολικά και φωτοβολταϊκά κατάφεραν να μειώσουν κατά μέσο όρο την τιμή στην αγορά το 2021 κατά €46 ανά μεγαβατώρα, εξοικονομώντας έτσι ποσό ύψους €2,5 δισ. για τους καταναλωτές.
Το όφελος για τους καταναλωτές από την συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στην αγορά οφείλεται σε δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι οι ΑΠΕ δημιουργούν οικονομικό πλεόνασμα το οποίο επιτρέπει τη μεταφορά πόρων στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης για την επιδότηση των λογαριασμών. Το πλεόνασμα οφείλεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και του σταθερού χαμηλού κόστους της αιολικής ενέργειας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι υποκαθιστούν καθημερινά την λειτουργία ακριβότερων συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, έδειξε ότι σε περιόδους υψηλής διείσδυσης των αιολικών και των φωτοβολταϊκών στο ηλεκτρικό σύστημα, η τιμή στην χονδρική αγορά ηλεκτρισμού μειώνεται αισθητά. Για παράδειγμα, το Δεκέμβριο 2021 η αύξηση κατά 10% της διείσδυσης της αιολικής ενέργειας στο σύστημα οδηγούσε σε μείωση της τιμής κατά μέσο όρο 40 Euro/MWh ενώ η αύξηση κατά 10% της διείσδυσης των αιολικών και φωτοβολταϊκών μαζί, οδηγούσε σε μείωση της τιμής κατά μέσο όρο 34 Euro/MWh.
"Με τη θεώρηση ότι η ενέργεια που δεν θα είχε παραχθεί από τις Α.Π.Ε. θα είχε καλυφθεί από εισαγόμενο φυσικό αέριο, η ανωτέρω μείωση για το 2021 συνεπάγεται ότι η συνολική εξοικονόμηση στην χονδρική αγορά είναι 2,5 δισ. ευρώ χάρη στις Α.Π.Ε. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν υπήρχαν οι Α.Π.Ε., οι προμηθευτές θα έπρεπε να είχαν καταβάλει περισσότερα 2,5 δισ. ευρώ για την αγορά ενέργειας, ποσό που θα μετακυλούσαν στους καταναλωτές. Το ποσό αυτό είναι 4 φορές μεγαλύτερο από το ρυθμιζόμενο τέλος ΕΤΜΕΑΡ", αναφέρει η ΕΛΕΤΑΕΝ.