Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Emerging Trends in Real Estate® Europe 2026 της PwC και του Urban Land Institute (ULI) που παρουσιάστηκε χθές στο Λονδίνο τα στελέχη της αγοράς των ακινήτων που ανησυχούν για τις επιπτώσεις της αποπαγκοσμιοποίησης έχει υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια, φτάνοντας το 70%, για την ευρύτερη διεθνής πολιτική αστάθεια το 90%, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, για την κλιμάκωση των παγκόσμιων συγκρούσεων (86%) ενώ ένα 77% ανησυχεί για τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης.
Σε ένα περιβάλλον αβέβαιης οικονομικής ανάκαμψης, άνισης ζήτησης και αυξημένων ανησυχιών γύρω από το κόστος κατασκευής, τη διαθεσιμότητα πόρων και τις ρυθμιστικές απαιτήσεις, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει ελαφρώς στο 45% (από 50%). Παρ’ όλα αυτά, οι προσδοκίες για βελτίωση της κερδοφορίας έως το τέλος του 2026 έχουν αυξηθεί στο 50% (από 46%), γεγονός που υποδηλώνει μια συγκρατημένη αλλά υπαρκτή αισιοδοξία.
Εξακολουθεί να υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των τιμών προσφοράς και ζήτησης. Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που εισρέει σε ακίνητα μέσω της «οδού του χρέους», παρέχοντας καλύτερες προοπτικές κινδύνου/απόδοσης σε σύγκριση με τα ίδια κεφάλαια, ειδικά για τα core assets. Mια αξιοσημείωτη αλλαγή που παρατηρείται είναι ότι τα ίδια κεφάλαια που αναμένεται να εισρεύσουν προς τα ακίνητα προέρχονται από λιγότερο παραδοσιακές πηγές, όπως από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, high net-worth individuals και ευρωπαϊκά και αμερικανικά family offices.
Σύμφωνα με τον Simon Chinn, Αντιπρόεδρο του τομέα Έρευνας & Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ULI Europe, η φετινή έκθεση «αναδεικνύει έναν ανθεκτικό κλάδο, που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις αβεβαιότητες της ανάκαμψης και τις λειτουργικές και επενδυτικές προκλήσεις. Η διάθεση των ηγετών έχει μεταβληθεί από τη συγκρατημένη αισιοδοξία σε μια πιο ρεαλιστική, πρακτική προσέγγιση προσαρμογής στις τρέχουσες συνθήκες». Όπως σημειώνει, «η αγορά εξακολουθεί να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες μέσα από την καινοτομία, τη διαφοροποίηση και την ηγεσία, παρά τις μετατοπίσεις στην αντίληψη γύρω από τη βιωσιμότητα, ακόμη κι αν η απανθρακοποίηση παραμένει στο επίκεντρο της ατζέντας».
Ο Gareth Lewis, Διευθυντής της PwC, προσθέτει ότι «η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων διανύει μια απαιτητική αλλά μετασχηματιστική περίοδο, καθώς εξασθενούν οι παραδοσιακές ευνοϊκές δυνάμεις. Ωστόσο, η αισιοδοξία παραμένει ισχυρή, με τους ηγέτες του κλάδου να βλέπουν την παρούσα συγκυρία ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της σημασίας του τομέα και ανανέωσης της αξιακής του πρότασης προς την αγορά».
Πόλεις και Κλάδοι: Τι μένει σταθερό και τι αλλάζει
Η αυξημένη μεταβλητότητα και οι διαφορετικές προοπτικές ανάπτυξης ανά χώρα έχουν αναδείξει την επιλογή τοποθεσίας σε κρίσιμο παράγοντα επενδυτικών αποφάσεων. Οι επενδυτές εστιάζουν σε ώριμες, θεσμικά σταθερές αγορές, με υψηλή ρευστότητα και θετικές μακροπρόθεσμες προοπτικές.
Για τέταρτη συνεχή χρονιά, το Λονδίνο, η Μαδρίτη, το Παρίσι και το Βερολίνο διατηρούν την πρωτοκαθεδρία στις προοπτικές επενδύσεων και ανάπτυξης ακινήτων στην Ευρώπη, ενώ σημειώνουν και τους υψηλότερους όγκους συναλλαγών σύμφωνα με τα στοιχεία της MSCI.
Η Αμστερνταμ ανέβηκε στην πέμπτη θέση, το Μιλάνο διατήρησε την έβδομη και η Βαρκελώνη επανήλθε στη λίστα στην όγδοη. Οι γερμανικές πόλεις εξακολουθούν να κατέχουν ισχυρές θέσεις, αν και υποχωρούν ελαφρώς λόγω του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος και των πιέσεων στην αγορά, ιδιαίτερα στον τομέα των ανοικτών επενδυτικών κεφαλαίων ακινήτων. Παρά τις προκλήσεις, πόλεις όπως το Βερολίνο παραμένουν επενδυτικά ισχυρές, με σταθερά θεμελιώδη μεγέθη στους τομείς της κατοικίας και των logistics.
Έπεσε τέσσερις θέσεις η Αθήνα
Αντίθετα, με τις άλλες πόλεις η Αθήνα σημείωσε πτώση τεσσάρων θέσεων, καταλαμβάνοντας φέτος την 26η θέση, από την 22η που διατηρούσε σταθερά τα τελευταία πέντε χρόνια — εξέλιξη που αντικατοπτρίζει τις προκλήσεις της ελληνικής αγοράς εν μέσω αυξημένου ανταγωνισμού και επιφυλακτικότητας των επενδυτών.
Η Lisette van Doorn, Διευθύνουσα Σύμβουλος της ULI Europe, υπογραμμίζει ότι «η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά και δύσκολη συγκυρία, καθώς οι δομικές αλλαγές δημιουργούν πρωτόγνωρες ευκαιρίες: από την ενεργειακή μετάβαση και την ψηφιοποίηση έως την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και της γνώσης. Οι επιτυχημένοι παίκτες είναι εκείνοι που κατανοούν σε βάθος τα θεμελιώδη μεγέθη, λειτουργούν ενεργά τα περιουσιακά τους στοιχεία και συνεργάζονται στενά με τους χρήστες τους, υιοθετώντας μακροπρόθεσμη στρατηγική αξίας».
Επιταχυντής Μετασχηματισμού η Τεχνητή Νοημοσύνη
Η φετινή έρευνα καταγράφει την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) ως έναν ταχέως αναπτυσσόμενο παράγοντα αλλαγής. Το 75% των συμμετεχόντων δηλώνει ότι εφαρμόζει ήδη λύσεις βασισμένες σε AI ή μηχανική μάθηση, έναντι 51% πέρυσι.
Μέσα στους επόμενους 18 μήνες, η AI αναμένεται να χρησιμοποιείται από τη συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματιών του κλάδου σε τομείς όπως το marketing και οι μισθώσεις (90%), η διαχείριση ακινήτων (87%), ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη (84%) καθώς και οι λειτουργικές και διαχειριστικές διαδικασίες (86%).
ESG: Μεταξύ Μακροπρόθεσμων Δεσμεύσεων και Βραχυπρόθεσμων Πιέσεων
Η απανθρακοποίηση παραμένει βασικός στόχος του κλάδου, ωστόσο η αντίληψη γύρω από την ατζέντα ESG δείχνει να μεταβάλλεται. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των κανονισμών και η γραφειοκρατία έχουν οδηγήσει σε ορισμένες περιπτώσεις σε αναθεώρηση προσεγγίσεων.
Περίπου οι μισοί συμμετέχοντες δηλώνουν ότι προσαρμόζουν τη στρατηγική τους λόγω της μακροοικονομικής αβεβαιότητας, ενώ οι διαχειριστές κεφαλαίων οφείλουν πλέον να τεκμηριώνουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τη σύνδεση μεταξύ βιωσιμότητας και απόδοσης επενδύσεων.
Παρότι το 85% εξακολουθεί να θεωρεί το ESG σημαντικό (έναντι 89% πέρυσι), το ποσοστό εκείνων που το αντιμετωπίζουν ως βασικό οδηγό στρατηγικής για την επόμενη πενταετία έχει μειωθεί στο 21%, από 40% πέρυσι.
Σύμφωνα με τον Jean-Baptiste Deschryver, επικεφαλής του τομέα Real Estate της PwC EMEA, «η γεωπολιτική αβεβαιότητα παραμένει ο μεγάλος παράγοντας ανατροπών — αλλά ωθεί τον κλάδο να σκεφτεί πιο στρατηγικά για τον κίνδυνο και την ανθεκτικότητα. Ο ρόλος των ακινήτων επαναπροσδιορίζεται: όχι πλέον ως παθητικό περιουσιακό στοιχείο, αλλά ως δυναμική υποδομή που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας».