Alpha Bank: Η εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα
Alpha Bank: Η εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα

Alpha Bank: Η εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα

Σταθερό ο ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα παρά την σημαντική πτώση της ανεργίας
RE+D magazine
28.04.2022

Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα συνεχίζουν να βελτιώνονται, όπως καταδεικνύει η περαιτέρω πτώση του εποχικά διορθωμένου ποσοστού της ανεργίας τον Φεβρουάριο, σε 12,8%, από 16,1% τον ίδιο μήνα πέρυσι. μήνα του 2021 και 12,9% τον Ιανουάριο αναφέρει η Alpha Bank στο Εδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.

Οπως λέει, η τράπεζα η μείωση της ανεργίας προήλθε από την αξιοσημείωτη άνοδο των απασχολούμενων, κατά 12,4% ή 455,1 χιλ. άτομα, καθώς η τάση που καταγράφηκε κατά την πρώτη φάση της πανδημικής κρίσης, με τη μετακίνηση απασχολούμενων και ανέργων εκτός εργατικού δυναμικού έχει αντιστραφεί από τον Μάιο του 2021 και μετά.

Συγκεκριμένα, οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 99,5 χιλ. άτομα (- 14,2%) τον Φεβρουάριο του 2021, σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, ενώ τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού σημείωσαν αντίστοιχη πτώση κατά 388 χιλ. άτομα, ή 11,1%. Επιπρόσθετα, έχουν μειωθεί αξιοσημείωτα οι απουσίες από την εργασία και έχει ανακάμψει ο μέσος όρος των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου του 2021.

Το ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα -δηλαδή το ποσοστό των απασχολούμενων προς το συνολικό πληθυσμό- ανέκαμψε από την πτώση που σημείωσε κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, υπερβαίνοντας το 2021 (57,3%) το αντίστοιχο ποσοστό του 2019 (56,5%).

Σταθερές οι κενές θέσεις εργασίας

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ελλάδα και για ένα διάστημα περίπου δύο ετών, από το 2017 έως και το 2019, οι κενές θέσεις εργασίας παρέμεναν σταθερές, περίπου στο 0,6% επί του συνόλου των θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό της ανεργίας μειωνόταν.

Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας υποχώρησε, φθάνοντας το πρώτο τρίμηνο του 2021 στο 0,35%, γεγονός που αποδίδεται στην επίδραση της πανδημίας και των περιορισμών που ήταν σε ισχύ για τον έλεγχο εξάπλωσής της, με αποτέλεσμα τη μείωση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Το τελευταίο συμβαδίζει με τον χαμηλότερο αριθμό προσλήψεων που πραγματοποιήθηκαν το 2020, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τετραετίας 2016-2019 (2 εκατ., από 2,5 εκατ., αντίστοιχα) σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη.

Σημειώνεται, ωστόσο ότι και ο αριθμός των αποχωρήσεων ήταν σημαντικά μικρότερος το 2020, σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία, εξαιτίας των μέτρων που υιοθετήθηκαν για την προστασία της απασχόλησης. Το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας αυξήθηκε σταδιακά από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά και επανήλθε το τέταρτο τρίμηνο του έτους στο 0,6% επί των συνολικών θέσεων εργασίας. Αντίστοιχα στην ΕΕ27 το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2021 σε 2,6%, έναντι 1,8% το ίδιο τρίμηνο του 2020 και 2,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2019.

Το γεγονός ότι η περαιτέρω πτώση της ανεργίας στην Ελλάδα δεν συμπίεσε τις κενές θέσεις εργασίας, με το ποσοστό τους να παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερό, στο 0,6%, από το 2017 και μετά, ερμηνεύεται σε σημαντικό βαθμό από την αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Σημειώνεται ότι η άνοδος της απασχόλησης το 2021 στην Ελλάδα, αφορούσε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ για τα άτομα που κατέχουν τίτλους έως και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η απασχόληση μειώθηκε.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση της Cedefop (2020 Skills Forecast), εκτός από τους επαγγελματίες, οι θέσεις εργασίας που εκτιμάται ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στην Ελλάδα μέχρι το 2030, είναι στην παροχή υπηρεσιών και τις πωλήσεις, καθώς και στον αγροτικό τομέα. Καθοριστικό παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα), αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης, κυρίως της τριτοβάθμιας, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με την αγορά εργασίας.

Επιπλέον, η ενίσχυση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, εκτιμάται ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά στην πλήρωση των αντίστοιχων θέσεων εργασίας, οι οποίες βάσει της μελέτης της Cedefop αναμένεται ότι θα είναι σημαντικά αυξημένες μέχρι το 2030 (τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα).

Σε ό,τι αφορά στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, το ποσοστό απασχόλησης για τους άνω των 55 ετών, το οποίο είχε υποχωρήσει σημαντικά το δεύτερο τρίμηνο του 2020, έκτοτε αυξήθηκε φθάνοντας το 50,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό απασχόλησης των άνω των 55 ετών παρέμεινε την τελευταία εξαετία σε έντονα ανοδική τροχιά στην ΕΕ-27, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου, σύμφωνα με την Έκθεση του ΔΝΤ, το ποσοστό των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού που ανήκουν στην εν λόγω ηλικιακή ομάδα, είναι αυξημένο σε σύγκριση με την περίοδο προ της πανδημίας.

Σημειώνεται ότι το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων μειώθηκε σημαντικά κατά το πρώτο έτος της πανδημίας. Δεδομένης της μείωσης του αριθμού των ανέργων αλλά και των απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, το τελευταίο πιθανότατα οφείλεται στη μετακίνηση μέρους του πληθυσμού των μακροχρόνια ανέργων εκτός εργατικού δυναμικού. Η παραμονή εκτός της αγοράς εργασίας, ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας.

Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμης σημασίας η ενίσχυση των υποδομών οι οποίες στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση, την κατάρτιση και την επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας, αλλά και των επενδύσεων σε επαγγελματική εκπαίδευση και συστήματα εκμάθησης για ενήλικες.