Οπως σημειώνει, η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση της ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προχωρά στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και παραμένει πλήρως προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση. Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,3% πέρυσι και τώρα βρίσκεται πολύ κοντά σε προπανδημικό επίπεδο.
Η δημοσιονομική υπεραπόδοση και η στρατηγική διαχείρισης μετρητών το 2021 οδήγησαν στο να παραμείνουν πολύ υψηλά τα ρευστά ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία επί του παρόντος εκτιμώνται περίπου σε 41 δισ. ευρώ.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα μειώσει περίπου μία ποσοστιαία μονάδα από τη φετινή άνοδο του ΑΕΠ. Η ΕΚΤ τον περασμένο Δεκέμβριο έστειλε σήμα στήριξης στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να σημειώνουν σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε μονοψήφια επίπεδα, ακόμη και με κάποια νέα επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Η σταθερή τάση αντανακλά την άποψη της DBRS ότι οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου τομέα. Η DBRS θεωρεί ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές πιστωτικές αβεβαιότητες: οι παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις της κατάστασης στην Ουκρανία, η ποιότητα του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα και ο βαθμός στον οποίο η ΕΚΤ θα παρέχει στήριξη στα ελληνικά ομόλογα σε ενδεχόμενες διαταραχής της αγοράς.
Σημειώνεται ότι η Moody's «σίγησε» για το ελληνικό αξιόχρεο, καθώς δεν εξέδωσε έκθεση όπως ήταν προγραμματισμένο. Ο οίκος υπολείπεται κατά δυο βαθμίδες από τη Fitch που αναβάθμισε την Ελλάδα στη βαθμίδα "ΒΒ" με θετικές προοπτικές τον Ιανουάριο αλλά και από τον S&P.
Τι οδηγεί σε νέα αναβάθμιση
Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω:
- συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.
- διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν:
- επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις
- ανατροπή ή στασιμότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
- ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.
- Ανάπτυξη, πληθωρισμός και οι επιπτώσεις λόγω Ουκρανίας
Η πανδημία του κορωνοϊού και τα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν σε σοβαρή ύφεση το 2020. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 9% λόγω της απότομης μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών υπηρεσιών. Το 2021, ο ηπιότερος αντίκτυπος των περιορισμών, η ανάπτυξη του εμβολιασμού και οι καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις του τουριστικού τομέα οδήγησαν σε ισχυρή ανάκαμψη.
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών και την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Μετά την κατάρρευση της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας το 2020, ο κλάδος ανέκαμψε μερικώς το 2021, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις από τον τουρισμό να αγγίζουν περίπου το 60% των επιπέδων του 2019. Επιπλέον, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει, με το ποσοστό ανεργίας να πέφτει κάτω από το 13,0% για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2010.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προοπτικές της για το χειμώνα του 2022 προέβλεψε ανάπτυξη 4,9% το 2022, λόγω των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης και περαιτέρω βελτιώσεις στις εξαγωγές υπηρεσιών καθώς συνεχίζεται η ανάκαμψη των τουριστικών ροών. Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές συνδέονται με την αυξανόμενη πληθωριστική πίεση, η οποία αναμένεται να επηρεάσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις που επιδεινώνονται επίσης από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά τον περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο από τη ρωσική αγορά, η οποία αντιπροσώπευε μόνο το 2% των συνολικών αφίξεων το 2019, η ανάκαμψη του τουριστικού τομέα θα μπορούσε να αναβληθεί περαιτέρω λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και του υψηλού ενεργειακού κόστους, που θολώνουν κάπως τις προοπτικές για το 2022 .
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Τα κεφάλαια από το NGEU αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η επιτυχής εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης της Ελλάδας (Ελλάδα 2.0) αποτελεί παράγοντα που μπορεί να ανατρέψει προς το θετικότερο την ελληνική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2022, οι δαπάνες από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων και των δανείων, αναμένεται να φθάσουν σε επίπεδο άνω των 5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο μέχρι το τέλος του προγράμματος.
Μαζί με τα διαρθρωτικά κεφάλαια από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η Ελλάδα θα λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία. Σύμφωνα με την ΤτΕ τα ευρωπαϊκά κονδύλια, εάν συνδυαστούν με μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Η εφαρμογή του Greece 2.0 θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε 180.000-200.000 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας. Κατά την άποψη της DBRS, η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη συνεχή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.
Πιθανά καλύτερη δημοσιονομική απόδοση
Η Ελλάδα εφάρμοσε ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα στήριξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Περιλάμβαναν προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας, οικονομική στήριξη σε αυτοαπασχολούμενους, αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγείας, στήριξη ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω εγγυήσεων δανείων και αναβολή πληρωμής φόρων και κοινωνικών εισφορών. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2020 έναντι πλεονάσματος το 2019.
Η ισχυρή απόδοση σε ότι αφορά τα έσοδα η οποία στηρίχθηκε στην υψηλότερη του αναμενόμενου ανάπτυξη και τις χαμηλότερες δαπάνες, οδήγησε σε βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2021, από το 9,6% του ΑΕΠ που υπολόγιζε ο προϋπολογισμός του 2022. Η δημοσιονομική θέση αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω φέτος καθώς η οικονομία συνεχίζει την πορεία της ανάκαμψης και τα μέτρα για τον COVID-19 έχουν ως επί το πλείστον αποσυρθεί. Το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 4% και το πρωτογενές έλλειμμα στο 1,4% του ΑΕΠ, πριν μετατραπεί σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.
Οι κύριοι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με πιθανή ανάγκη για πρόσθετα μέτρα που σχετίζονται με την COVID-19 ή την ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επίσης, ως απάντηση στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, η κυβέρνηση έχει εισαγάγει μέτρα στήριξης για τον μετριασμό των επιπτώσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το καθεστώς θα έχει δημοσιονομικά ουδέτερο αντίκτυπο καθώς το κόστος θα καλυφθεί από τα αυξημένα έσοδα από το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS). Ωστόσο, ορισμένα πρόσθετα μέτρα είναι πιθανά στο εγγύς μέλλον.
Η ισχυρή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας πριν από την πανδημία, όμως, υποστηρίζει την άποψη της DBRS Morningstar ότι η χώρα θα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών μόλις επανέλθει η ανάγκη να στηριχθούν συγκεκριμένοι στόχοι.
Η διαχείριση χρέους μειώνει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης
Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας έπεσε στο 197,1% το 2021 από 206,3% το 2020, παραμένοντας ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ. Παρά το πολύ υψηλό επίπεδο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μετριάζουν τους κινδύνους, υποστηρίζει ο οίκος.
Η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει πάνω από το 75% του δημόσιου χρέους με το μεγαλύτερο μέρος του να καλύπτεται από πολύ χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, το χρέος έχει πολύ μακρά μεγάλη σταθμισμένη διάρκεια 21 ετών, με βάση τα στοιχεία Ιουνίου 2021, με περισσότερο από το 98% του χρέους σε σταθερά επιτόκια, γεγονός που μετριάζει τους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξημένη αστάθεια της αγοράς. Επωφελούμενες από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP της ΕΚΤ, οι ελληνικές αρχές έχουν ακολουθήσει μια ενεργή στρατηγική διαχείρισης προπληρώνοντας ακριβότερο χρέος.
Η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει μια ευέλικτη προσέγγιση σε ότι αφορά την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων εάν αυτό κριθεί απαραίτητο για την αντιμετώπιση αρνητικών κραδασμών.
Το μέσο πραγματικό επιτόκιο για το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρέος στο 1,4% είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό άλλων χωρών στη Νότια Ευρώπη. Η Ελλάδα σχεδιάζει τους επόμενους μήνες να αποπληρώσει πλήρως τα ανεξόφλητα δάνεια του ΔΝΤ και επίσης εξετάζει το ενδεχόμενο αποπληρωμής των δανείων GLF που λήγουν το 2023 μέχρι το τέλος του έτους.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου €41 δισ. στα τέλη Φεβρουαρίου 2022 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Ωστόσο, κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής ανάπτυξη θα είναι καθοριστικά στοιχεία για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
Συνεχίστηκε η πρόοδος για τα NPEs
Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs). Ο δείκτης μειώθηκε από 30,1% στο τέλος του 2020 σε 15% στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Η κυβέρνηση παρέτεινε το πρόγραμμα για επιπλέον δεκαοκτώ μήνες έως τον Οκτώβριο του 2022. Η παράταση του προγράμματος και η εφαρμογή του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας πιθανότατα θα στηρίξουν τις περαιτέρω προσπάθειες των τραπεζών να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους.
Οι συστημικές τράπεζες βρίσκονται επί του παρόντος σε καλό δρόμο για να επιτύχουν τους στόχους τους για μονοψήφιους δείκτες NPEs έως το τέλος του 2022. Ωστόσο, η πανδημία πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέες ροές NPEs.
Επιπλέον, οι τράπεζες αναλαμβάνουν να δανείσουν σε ελληνικές εταιρείες το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους έως και 12,7 δισ. ευρώ, στοιχείο που θα μεταφραστεί επίσης σε πρόσθετες ευκαιρίες δανεισμού για τις ίδιες τις τράπεζες. Αυτό θα τις βοηθήσει να παρέχουν πιστώσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Οι Εξαγωγές Υπηρεσιών αναμένεται να είναι υποστηρικτικές φέτος
Η επιδείνωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου οδήγησε σε έλλειμμα 6,6% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2020. Η μερική ανάκαμψη των διεθνών ταξιδιωτικών ροών και οι ισχυρές επιδόσεις στις εξαγωγές αγαθών βελτίωσαν τη θέση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2021, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στο 5,8%.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κάλυψαν μέρος από το χαμένο έδαφος το 2020, φτάνοντας περίπου το 60% των επιπέδων του 2019. Φέτος η εξωτερική θέση αναμένεται να βελτιωθεί λόγω των ισχυρών επιδόσεων των εξαγωγών αγαθών, της περαιτέρω ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών και των εσόδων από την ναυτιλία, ωστόσο, η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης και οι υψηλότερες τιμές των εισροών θα οδηγήσουν επίσης σε υψηλότερες εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, σημειώνει ο οίκος.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένης της ναυτιλίας, έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 60% σε πραγματικούς όρους από το 2009 έως το 2020. Η μεταφορά πόρων από την ΕΕ αναμένεται επίσης να έχει θετικό αντίκτυπο.
Συνεχιζόμενη δέσμευση για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα απολαμβάνει σταθερό πολιτικό περιβάλλον και καλή συνεργασία με τους θεσμούς της ΕΕ. Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη μείωση της γραφειοκρατίας στο δημόσιο τομέα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην απεμπλοκή πολλών επενδυτικών σχεδίων.
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της Ελλάδας σε ότι αφορά τον ψηφιακό τομέα (η χώρα εξακολουθεί να παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, όπως μετράται από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας), έχουν επίσης επιταχυνθεί, με σημαντική πρόοδο στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Οι κυβερνητικές προτεραιότητες τους επόμενους μήνες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος Greece 2.0, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Σταϊκούρας: Η Ελλάδα ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα
«Η ελληνική οικονομία, εν μέσω διαδοχικών και παραλλήλων εξωγενών κρίσεων, κάνει ένα ακόμη σημαντικό βήμα, με θετικές επιδράσεις στο εσωτερικό αλλά και τη διεθνή σκηνή», τονίζει σε δήλωσή του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Όπως σημειώνει, «σήμερα, ο οίκος αξιολόγησης “DBRS Morningstar” προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα. Έτσι, η χώρα φθάνει ένα μόλις “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα.
Σημειώνεται ότι είναι ο δεύτερος οίκος αξιολόγησης, και πρώτος από τους επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που θέτει τη χώρα και την οικονομία της σε αυτό το επίπεδο.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη, αναγνώριση της προόδου και των προοπτικών της οικονομίας. Η αναβάθμιση στέλνει το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία κινείται αταλάντευτα προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμη και υπό τις παρούσες αντίξοες συνθήκες, δημιουργώντας έναν καθαρό και ρεαλιστικό διάδρομο για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, μέσα στο 2023.
Και κάνει ένα βήμα προς την κατάκτηση ενός πολύ σημαντικού στόχου για το μέλλον της. Εμείς συνεχίζουμε με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών, υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις της πατρίδας μας, για να καταστήσουμε την οικονομία περισσότερο παραγωγική, δυναμική, εξωστρεφή και κοινωνικά πιο δίκαιη και την Ελλάδα ολόπλευρα πιο ισχυρή».