Την ίδια στάση ακολουθούν και οι κεφαλαιαγορές, με την ΕΕ να ενισχύει τις υποχρεωτικές αναφορές που σχετίζονται με το κλίμα, μέσα από την CSRD και άλλες σχετικές πρωτοβουλίες.
Την ίδια στιγμή, οι επενδυτές παρακολουθούν
στενά αυτήν την τάση, επαναλαμβάνοντας αιτήματα για εκτιμήσεις κλιματικού
κινδύνου που αξιολογούν τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτοί οι κίνδυνοι
στις επενδύσεις τους. Εντούτοις οι περισσότερες εταιρείες δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένες για να
τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τον μετριασμό των κλιματικών κινδύνων.
Σε αυτό το κλίμα, μια σειρά από πλαίσια βιωσιμότητας έχουν αναδειχθεί ανά τον κόσμο, γεγονός που φέρει τις εταιρείες στη δύσκολη θέση να επιλέξουν μέσα από έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό επιλογών. Η πλήρης
ευθυγράμμιση με το εκάστοτε πλαίσιο είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, αλλά ορισμένες στρατηγικές
μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση της ακίνητης περιουσίας και να οδηγήσουν τις εταιρείες σε μεγαλύτερη επίτευξη των στόχων τους.
Προσδιορισμός κινδύνων
Κατανοώντας τον φυσικό κίνδυνο και τα
επίπεδα κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου, μια εταιρεία ακινήτων μπορεί να συγκεντρώσει
τα χαρτοφυλάκια και τις ιδιότητές τους σε πλατφόρμες ανάλυσης κινδύνων για το
κλίμα, οι οποίες θα δημιουργήσουν επίπεδα κινδύνου χρησιμοποιώντας μελλοντικά
σενάρια για το κλίμα. Ο κίνδυνος μετάβασης, οι ρυθμιστικές και οι τεχνολογικές αλλαγές
και οι αλλαγές της αγοράς αξιολογούνται αναλόγως. Παράλληλα, οι νομοθεσίες που σχετίζονται
με την ενέργεια και τις εκπομπές των εκάστοτε πόλεων και χωρών μπορούν να χρησιμοποιηθούν
για τον εντοπισμό κινδύνων, καθώς και για τον προσδιορισμό των στόχων ESG κάθε εταιρείας. Σε
επίπεδο ενεργητικού, τα στοιχεία με τον υψηλότερο κίνδυνο μπορούν να αξιολογηθούν
στη συνέχεια σε ετήσια βάση, ενώ υπό αξιολόγηση πρέπει να τίθενται και πιθανές
εξαγορές, προκειμένου να αξιολογείται συνεχώς το συνολικό προφίλ κινδύνου ενός
χαρτοφυλακίου.
Αξιολόγηση κινδύνων
Η αξιολόγηση των κινδύνων είναι
σημαντική για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας και της πιθανότητας ο εκάστοτε
κίνδυνος να επηρεάσει ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Προκειμένου να έχουμε μια
ολοκληρωμένη κατανόηση του φυσικού κινδύνου, κάθε ακίνητο πρέπει να αξιολογηθεί
με βάση την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται, χρησιμοποιώντας διάφορα εργαλεία
και πόρους και, ιδανικά, μια στρατηγική πρέπει να σχεδιάζεται για την επίτευξη
προσαρμογής.
Μετά την επίτευξη σχεδίων προσαρμογή, το ποσοστό κινδύνου θα
πρέπει να επαναξιολογηθεί σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και περιουσιακών στοιχείων,
για τη συγκέντρωση στοιχείων για περαιτέρω μετριασμό των κινδύνων.
Ομοίως από την πλευρά του κινδύνου
μετάβασης, μόλις εντοπιστεί ότι τα ακίνητα διατρέχουν κίνδυνο, περαιτέρω
ανάλυση είναι απαραίτητη για την κατανόηση του συλλογισμού πίσω από τον
κίνδυνο, όπως είναι οι αναποτελεσματικές λειτουργίες και η χρήση παλιού
εξοπλισμός και συστημάτων. Ταυτόχρονα, οι ευκαιρίες μείωσης του κινδύνου και
των οικονομικών επιπτώσεων οφείλουν να καταγράφονται, για τη δημιουργία και τη
συμβολή στην ιεράρχηση των επόμενων βημάτων, σε επίπεδο ενεργητικού.
Μετριασμός κινδύνων
Ως τελευταίο βήμα, οι εταιρείες οφείλουν
να λαμβάνουν αποφάσεις για τον μετριασμό, τη μεταφορά, την αποδοχή ή τον έλεγχο
του κινδύνου. Σε επίπεδο ιδιοκτησίας, οι εταιρείες θα πρέπει να αξιολογήσουν τα
μέτρα που αφορούν συγκεκριμένα ακίνητα για τον μετριασμό του κλιματικού
κινδύνου, καθώς και τον προϋπολογισμό για κεφαλαιακά και λειτουργικά έξοδα που
σχετίζονται με τη διαχείριση του εν λόγω κινδύνου.
Η επιστήμη πίσω από τις προβλέψεις για
τον κλιματικό κίνδυνο και τον αντίκτυπο που έχει στις χρηματοοικονομικές
επιδόσεις συνεχίζει να εξελίσσεται. Επομένως, η διαδικασία εντοπισμού κινδύνων
απαιτεί συνεχή αναθεώρηση και προσαρμογή, μέσα από τον εντοπισμό, την
αξιολόγηση και το μετριασμό των κινδύνων σύμφωνα με τις ανάγκες του εκάστοτε
χαρτοφυλακίου.