Ειδικότερα, σε ιδιοκτήτρια ακίνητων -η οποία διεκδικούσε αποζημίωση 4,5 εκατ. ευρώ από το Δημόσιο, επειδή 3 ακίνητά της δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν, καθώς υπήχθησαν στο καθεστώς εφαρμογής της αρχαιολογικής νομοθεσίας και δεν επιτρέπεται η οικοδόμηση, κ.λπ.,- επιδικάστηκε το ποσό των 3.000 ευρώ (ζητούσε 8.000 ευρώ) για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Το εν λόγω ποσό επιδικάστηκε καθώς για την έκδοση της οριστικής απόφασης χρειάστηκαν 5 χρόνια, αφού προηγούμενα δόθηκαν 11 αναβολές, εκ των οποίων οι 8 ήταν αυτεπάγγελτες (δηλαδή αναβολές που δίνονται από τους ίδιους τους δικαστές) και οι 3 λόγω κορονοϊού.
Συγκεκριμένα, η αίτηση της ιδιοκτήτριας κατατέθηκε στο ΣτΕ τον Μάρτιο του 2018. Αρχικά προσδιορίστηκε να συζητηθεί δυο χρόνια μετά (Φεβρουάριος 2020), αλλά αναβλήθηκε 11 φορές. Τελικά, συζητήθηκε 4 χρόνια μετά (Δεκέμβριο του 2022) και μετά από 8 ημέρες έγινε η διάσκεψη. Η απόφαση, με την οποία δικαιώθηκε η ιδιοκτήτρια, δημοσιεύθηκε 3 μήνες μετά, το Μάρτιο του 2023.
Στην αίτηση αποζημίωσης, η ιδιοκτήτρια υποστήριξε ότι η υπόθεσή της δεν είχε καμία πολυπλοκότητα, υπήρχε σχετική νομολογία για την υπόθεση και ότι έχει περιέλθει «σε κατάσταση άγχους και στενοχώριας» λόγω «της ζωτικής σημασίας τής υπόθεσης για τα συμφέροντά της», κάτι που καθιστά επιβεβλημένη την επιδίκαση του ποσού των 8.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσής της.
Το ΣτΕ έκρινε ότι το χρονικό το διάστημα που διήρκεσε η εκδίκαση της υπόθεσή της, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της "εύλογης διάρκειας" της δίκης κατά την έννοια της διάταξης του νόμου 4055/2012, ούτε άλλωστε, τις απαιτήσεις της "λογικής προθεσμίας", κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Παράλληλα, κρίθηκε από το δικαστήριο ότι η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε πράγματι στην αιτούσα ηθική βλάβη για «την αποκατάσταση της οποίας κρίνεται δικαιολογημένη, ως δίκαιη ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν εύλογου χρηματικού ποσού».