Η πολυσέλιδης,
αναλυτικής έκθεσης, η οποία φέρει τον τίτλο “Climate Change 2022. Impacts, Adaptation and Vulnerability” και είναι αποτέλεσμα συνεργασίας 270
ερευνητών από 67 χώρες, διερευνά στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και
αποτελεί τη συνέχεια του περσινού πονήματος της Επιτροπής, που επικεντρώθηκε
στα αίτια του φαινομένου. Το τρίτο και τελευταίο μέρος, το οποίο αναμένεται να
δημοσιευτεί την άνοιξη, θα διερευνήσει λύσεις για την απαλλαγή της παγκόσμιας οικονομίας από τις εκπομπές
CO2 και την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του
πλανήτη.
Σύμφωνα με την
έκθεση, η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη έχει προκαλέσει απροσδόκητα
«εκτεταμένες και σοβαρές» ζημιές, ενώ ευθύνεται για τον εκτοπισμό περισσότερων
από 13 εκατομμύρια ανθρώπων στην Ασία και την Αφρική, μόνο κατά το 2019.
Αναφερόμενη στο
δομημένο περιβάλλον, η Επιτροπή τονίζει ότι, παρά το γεγονός ότι πολλές πόλεις
και οικισμοί έχουν αναπτύξει σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, λίγες
έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κενά αστικής
προσαρμογής σε όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Επιπλέον, τονίζει
ότι η έκθεση στις επιπτώσεις που οφείλονται στο κλίμα, σε συνδυασμό με την
ταχεία αστικοποίηση και την έλλειψη κλιματικά ευαίσθητου σχεδιασμού στα αστικά
κέντρα, επηρεάζει τους περιθωριοποιημένους αστικούς πληθυσμούς και τις βασικές
υποδομές.
Συγκεκριμένα, τα έντονα
φαινόμενα καύσωνα, οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι καταιγίδες έχουν ήδη
προκαλέσει σοβαρές ζημιές στα οικοσυστήματα και στους ανθρώπους, καθώς και σε
κτίρια και υποδομές σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και, παρόλο που οι πόλεις είναι
ιδιαίτερα εκτεθειμένες, η Επιτροπή θεωρεί πως δεν γίνονται αρκετά για να
προετοιμαστούν για αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Όπως τόνισε η IPCC, στο μέλλον τα φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή θα γίνονται όλο και πιο συχνά και έντονα όσο πλησιάζουμε στον 1,5οC υπερθέρμανσης του πλανήτη. Με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, ο κόσμος βρίσκεται σε τροχιά που θα οδηγήσει στην αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2οC έως 3οC μέχρι το τέλος του αιώνα, σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Η Επιτροπή τονίζει ότι απαιτείται ταχεία δράση για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ταυτόχρονα με την πραγματοποίηση γρήγορων, σημαντικών περικοπών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Για παράδειγμα τα μικρά νησιωτικά έθνη με παράκτιες πόλεις σε χαμηλό υψόμετρο θα πρέπει ενδεχωμένως να αποφύγουν εντελώς τις κατασκευές σε ακτές υψηλού κινδύνου ή να
μετεγκαταστήσουν τον πληθυσμό τους στην ενδοχώρα, δράσεις οι οποίες αποτελούν επίσης
μέρος της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Σε επίπεδο πόλης,
θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον συνδυασμό «γκρίζων»
έργων υποδομής με λύσεις βασισμένες στη φύση, οι οποίες επί του παρόντος «υποαναγνωρίζονται
και δεν προωθούνται προς επένδυση», παρά το γεγονός ότι είναι πιο προσιτές και
ευέλικτες.
Ωστόσο, η λύση δε βρίσκεται μόνο στην εξάλειψη του
λειτουργικού και ενσωματωμένου άνθρακα -μέσα από μετασκευές, αναβαθμίσεις, ανακαινίσεις
και έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- αλλά και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των
κτιρίων. Χαρακτηριστικά, η Επιτροπή αναφέρεται σε βιώσιμες κατασκευαστικές λύσεις, όπως η ανύψωση
σπιτιών σε ξύλινα υποστυλώματα και η δημιουργία «αμφίβιας αρχιτεκτονικής», με κτίρια
που θα μπορούν να επιπλέουν στην επιφάνεια ανερχόμενων πλημμυρικών υδάτων.
Καταλήγοντας, η έκθεση αναφέρει ότι «οι πόλεις και οι οικισμοί είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη επείγουσας δράσης για το κλίμα».
«Η συγκέντρωση και η διασύνδεση ανθρώπων, υποδομών και περιουσιακών στοιχείων εντός και μεταξύ των πόλεων και στις αγροτικές περιοχές δημιουργεί κινδύνους αλλά και λύσεις σε παγκόσμια κλίμακα».