Αυξήθηκαν τα έσοδα των σούπερ μάρκετ το 2022, μείωση των κερδών
Αυξήθηκαν τα έσοδα των σούπερ μάρκετ το 2022, μείωση των κερδών

Αυξήθηκαν τα έσοδα των σούπερ μάρκετ το 2022, μείωση των κερδών

Από το 2021 και εντονότερα το 2022 οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων.
Share Copy Link
RE+D magazine
22.11.2023

Η προηγούμενη δεκαετία ήταν γεμάτη από οικονομικές χρήσεις σε περιβάλλον κρίσεων –χρήσεις υπό συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής, capital controls και πανδημίας.

Από το 2021 και εντονότερα το 2022 οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Πλέον το αποτύπωμα των ανατιμήσεων απεικονίζεται και στις λογιστικές καταστάσεις των επιχειρήσεων του κλάδου για το 2022, των οποίων τα περισσότερα οικονομικά μεγέθη και οι σχετικοί δείκτες εμφανίζουν ακόμα μια χρονιά θετική εξέλιξη. 

Οι θετικές εξελίξεις που αποτυπώνονται στις σελίδες του «Πανοράματος των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ», όπως η αύξηση των πωλήσεων και της ρευστότητας, δημιουργούν αισιοδοξία για την πορεία του κλάδου. Από την άλλη πλευρά, όμως, η μείωση της κερδοφορίας και η αύξηση του κόστους λειτουργίας προκαλούν προβληματισμό για τις προοπτικές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η συνολική εικόνα του κλάδου είναι δηλωτική της υγειούς ανάπτυξής του.

Η γενική εικόνα των 35 αλυσίδων

Τα στοιχεία του φετινού «Πανοράματος των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ» περιλαμβάνουν τους ισολογισμούς 35 εταιρειών. Οι υπό μελέτη επιχειρήσεις του δείγματός μας το 2022 είχαν πωλήσεις αξίας 11,18 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 870,04 εκατ. ευρώ ή κατά 8,44% συγκριτικά με το 2021. Πρόκειται για την έκτη συνεχόμενη χρονιά σημαντικής ανόδου των κλαδικών πωλήσεων, με τη αύξηση την τελευταία πενταετία να υπερβαίνει το 43% και τα 3,39 δις ευρώ. Η διαδρομή αυτή των πωλήσεων αποδίδεται στην επίδραση της πανδημίας και των lockdowns, στην πλήρη επαναλειτουργία του άλλοτε δικτύου της Μαρινόπουλος, στην οργανική ανάπτυξη του κλάδου έναντι ανταγωνιστικών προς αυτόν δικτύων και  στις πληθωριστικές πιέσεις από το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Ειδικά το 2022, όμως, η επίδραση των πληθωριστικών πιέσεων στις πωλήσεις σε αξία, που αυξήθηκαν, συνοδεύτηκε πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, από τη μείωσή τους σε όγκο, πράγμα που πρέπει να προβληματίσει.

Οι δέκα μεγαλύτεροι όμιλοι & εταιρείες: Αύξηση πωλήσεων, μείωση κερδών

Στην ανάλυσή μας, όπου εξετάζουμε τα βασικά οικονομικά μεγέθη των δέκα μεγαλύτερων από άποψη πωλήσεων εταιρειών του κλάδου –λαμβάνοντας υπόψιν και τους ενοποιημένους ισολογισμούς όσων εξ αυτών δημοσιεύουν–, φαίνεται ότι τις υψηλότερες πωλήσεις, και δη με τη μεγαλύτερη αύξηση σε αξία στον κλάδο, τις είχε ο όμιλος Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης (ΕΥΣ). Ήταν της τάξης των 4,48 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 12,29% έναντι του 2021 ή κατά 489,93 εκατ. ευρώ, που έφεραν τον όμιλο άνετα πάνω από το όριο των 4 δισ. ευρώ, οπότε τα 5 δισ. ευρώ δείχνουν πλέον εφικτός στόχος. 

Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος με ετήσιες πωλήσεις 1,98 δισ. ευρώ, με μικρή αύξηση 0,78% συγκριτικά με το 2021. Στην τρίτη θέση βρέθηκε η Μετρό με σημαντική αύξηση πωλήσεων 9,49% και ετήσιο τζίρο 1,50 δισ. ευρώ. Ακολούθησε ο όμιλος Δ. Μασούτης με αύξηση πωλήσεων κατά 6,42% στα 940,22 εκατ. ευρώ, δηλαδή πολύ κοντά στο φράγμα του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Η Πέντε βρέθηκε ακόμα μια χρονιά στην πέμπτη θέση της κατάταξης, με μικρή αύξηση κατά 1,96% και πωλήσεις 513,52 εκατ. ευρώ. 

Η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός κατέλαβε  την έκτη θέση στη σχετική κατάταξη, με άνοδο 18,58% και ετήσιες πωλήσεις 497,81 εκατ. ευρώ (η εταιρεία τη διετία 2021-2022 πραγματοποίησε σημαντικές εξαγορές), ενώ ακολούθησαν η Market In με ετήσιες πωλήσεις 375,30 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 6,20%, η Bazaar με αύξηση 14,32% στα 223,58 εκατ. ευρώ, η Εγνατία, με αύξηση 16,04% στα 160,08 εκατ. ευρώ, ενώ τη δεκάδα έκλεισε η Συνεργαζόμενοι Παντοπώλες, με πωλήσεις 98,22 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 6,03% έναντι του 2021. 

Μείωση της κερδοφορίας 

Αθροιστικά οι δέκα μεγαλύτεροι όμιλοι και εταιρείες παρουσίασαν το 2022 μειωμένα κέρδη συγκριτικά με το 2021. Συνολικά οι δέκα μεγάλοι του κλάδου εμφάνισαν καθαρά αποτελέσματα προ φόρων (κέρδη) 144,35 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 28,07% συγκριτικά με το 2021, οπότε είχαν διαμορφωθεί στα 200,69 εκατ. ευρώ. Ως εκ τούτου ο δείκτης καθαρής κερδοφορίας των «δέκα» διαμορφώθηκε στο 1,34% έναντι 2,03% το 2021 (και 1,75% το 2019). 

Η τάση αυτή ήταν γενική στις επιχειρήσεις του κλάδου και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση του λειτουργικού κόστους και του κόστους διαχείρισης των αποθεμάτων-αγορών, λόγω των ανατιμήσεων. Επιπλέον, ο δείκτης συνολικού μικτού κέρδους για τους δέκα μεγαλύτερους ομίλους και εταιρείες παρουσίασε μικρή μείωση στο 26,84% έναντι 27,20%. Υπενθυμίζεται ότι η ισχύς του νόμου 4903/2022 «πάγωσε» τα περιθώρια κέρδους των προϊόντων διαβίωσης-διατροφής στο επίπεδο του Αυγούστου του 2021. 

Το λειτουργικό κόστος παρουσίασε νέα αύξηση, φτάνοντας το 24,25% έναντι 23,79%, ενώ το χρηματοοικονομικό κόστος έμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 1,03% έναντι 1,11% το 2021. Ως εκ τούτου ο δείκτης λειτουργικού περιθωρίου κέρδους (EBIT προ χρηματοοικονομικού κόστους) μειώθηκε αρκετά στο 2,59% έναντι 3,41% την προηγούμενη χρονιά σε συνήθη για τον κλάδο επίπεδα. Μια πιο ρεαλιστική εικόνα δίνει ο δείκτης προ Χρηματοοικονομικού Κόστους και Αποσβέσεων (EBITDA), ο οποίος, ενσωματώνοντας την αυξητική τάση των αποσβέσεων και ειδικά των αποσβέσεων μισθώσεων (που πρωτοεμφανίστηκαν το 2019), παρουσίασε αισθητή μείωση και διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα για τον κλάδο συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια, από 6,18% το 2021 σε 5,26% το 2022 για τους «δέκα» και από 6,05% σε 5,10% αντίστοιχα για τις 35 εταιρείες. 

Η απόδοση των ίδιων κεφαλαίων εξαιτίας του συνδυασμού της αύξησής τους και της μείωσης της καθαρής κερδοφορίας εμφάνισε σημαντική μείωση. Στους δέκα μεγαλύτερους ομίλους κι εταιρείες μεταβλήθηκε από 17,49% το 2021 σε 11,36% το 2022, ενώ στο σύνολο των 35 εταιρειών η μεταβολή ήταν από 17,85% σε 11,71%.

Η σημαντική αύξηση των πωλήσεων το 2022 απέδωσε μία αναλογικά πολύ μικρότερη αύξηση των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές, ενώ οι υπόλοιπες υποχρεώσεις παρουσίασαν μείωση. Έτσι, ο δείκτης γενικής ρευστότητας για το σύνολο των 35 εταιρειών αυξήθηκε εκ νέου από 62,18% σε 63,87% (είχε φτάσει στο 56,94% το 2020). Πρόκειται για μια σημαντική βελτίωση της γενικής ρευστότητας σε συνήθη επίπεδα για τον κλάδο, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι σε χαμηλό επίπεδο παραμένει η άμεση ρευστότητα.