Ένα σκαλί πριν την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα για την S&P’s
Ένα σκαλί πριν την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα για την S&P’s

Ένα σκαλί πριν την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα για την S&P’s

Η αναβάθμιση αντανακλά τις προσδοκίες της S&P για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της Ελλάδας
Share Copy Link
RE+D magazine
26.04.2022

Στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τη βαθμίδα ΒΒ σε ΒΒ+, με σταθερό outlook προχώρησε Standard&Poor's, φέρνοντας τη χώρα μόλις ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης

Η αναβάθμιση αντανακλά τις προσδοκίες της S&P για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της Ελλάδας, ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες δεδομένων των σημαντικών αποθεματικών ασφαλείας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.

Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν σε μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ φέτος στο 3,4% έναντι του 8,3% που είχε καταγραφεί το 2021, ενώ το ΑΕΠ αναμένεται να αυξάνεται μεσοσταθμικά άνω του 3% την περίοδο 2023-2025, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και άλλες μεταβιβάσεις, καθώς και στην αναμενόμενη ισχυρή περαιτέρω ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό.

Μετά το 2020, η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης της Ελλάδας και οι προσπάθειες για οικονομική ανθεκτικότητα έχουν λάβει ώθηση από τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε την πρόσβαση της Ελλάδας στην αγορά για κρατικό δανεισμό με σχετικά χαμηλό κόστος, με τη συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ (PEPP) και ως εγγυήσεις στις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ. 

Πιο πρόσφατα, ενόψει του τερματισμού του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα, εάν παρατηρήσει δυσχέρειες στη επιδραστικότητα της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα ενόσω η οικονομία της συνεχίζει να ανακάμπτει από την πανδημία.

Ταυτόχρονα, ο οίκος σημειώνει τη σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς η αναλογία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) επί των συνολικών δανείων του τραπεζικού τομέα μειώθηκε σημαντικά στο 12,8% το 2021, από το 31% το 2020 και πλέον αναμένεται να βρεθεί κάτω του 8% έως το τέλος του 2022. Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα.

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης, χάρη στη διατήρηση των σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον ισολογισμό της κυβέρνησης και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Εκτιμάται ότι τα τρέχοντα ταμειακά αποθέματα ισοδυναμούν με σχεδόν τριπλάσια κάλυψη του καθαρού δημόσιου δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης, θα βοηθήσει προσφέροντας "ανοσία" στα δημόσια οικονομικά έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων ενδέχεται να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την επέκταση του ΑΕΠ.

Σε όρους ωρίμανσης και μέσου κόστους τόκων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πλέον ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογεί η Standard&Poor's. Ο οίκος αναμένει ότι το εμπορικό τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η πρόβλεψη της S&P είναι ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.