Σύμφωνα με δήλωση του πανεπιστημίου, οι δοκιμές διαπίστωσαν ότι, με τη χρήση του υλικού, η ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση των κτιρίων μειώθηκε κατά περίπου 36% και εκείνη της ψύξης κατά 21%. Επιπλέον, η συνολική ενεργειακή χρήση των κτιρίων μειώθηκε κατά 7,4% κατά τη διάρκεια ενός έτους. Η εφεύρεση κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη, δεδομένων των ακραίων καιρικών συνθηκών που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια.
«Η ενέργεια και οι εκπομπές από τη θέρμανση προβλέπεται να συνεχίσουν να μειώνονται, λόγω της αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, αλλά η χρήση του κλιματισμού αυξάνεται, ειδικά στις αναπτυσσόμενες οικονομίες σε έναν κόσμο που θερμαίνεται», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Yi Cui, καθηγητής επιστήμης και μηχανικής υλικών και επιστήμης φωτονίων στο Εθνικό Εργαστήριο Επιταχυντών SLAC.
«Τόσο για τη θέρμανση όσο και για τον κλιματισμό, πρέπει να μειώσουμε την ενέργεια και τις εκπομπές παγκοσμίως για να επιτύχουμε τους στόχους μας για μηδενικές εκπομπές», δήλωσε ο Cui. «Το πώς να μειωθεί η ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ των χώρων ανθρώπινης διαβίωσης και εργασίας και του περιβάλλοντός τους τυγχάνει μεγαλύτερης προσοχής, με αποτέλεσμα νέα υλικά για βελτιωμένη μόνωση –όπως μεμβράνες χαμηλών εκπομπών για παράθυρα– να έχουν ζήτηση».
Αυτή δεν είναι η πρώτη βαφή που επιτυγχάνει ψύξη και θέρμανση, αλλά οι τρέχουσες επιλογές συνήθως διατίθενται σε μεταλλικό ασημί ή γκρι χρώμα, περιορίζοντας τις εφαρμογές τους. Τα πρόσφατα εφευρεθέντα χρώματα διαθέτουν πολλές χρωματικές επιλογές σε ματ υφή και μπορούν να εφαρμοστούν σε κτίρια με αισθητικά ευχάριστο τρόπο.
Και, επιπλέον, οι βαφές δεν προορίζονται αποκλειστικά για δόμηση, δεδομένου ότι μπορούν να εφαρμοστούν σε μια ποικιλία αντικειμένων για να βελτιώσουν τις ιδιότητες ψύξης και θέρμανσής τους. Τα χρώματα είναι επίσης υδατοαπωθητικά, καθιστώντας τα ιδανικά σε υγρά περιβάλλοντα. Επιπλέον, οποιαδήποτε επιφάνεια επικαλυμμένη με τα χρώματα μπορεί να καθαριστεί εύκολα με ένα βρεγμένο πανί ή με νερό.
Περισσότερα πειράματα αποκάλυψαν επίσης ότι η απόδοση και η αισθητική των χρωμάτων δεν αλλοιώθηκαν μετά την έκθεση σε μια εβδομάδα υψηλής θερμοκρασίας (176 βαθμοί Φαρενάιτ), χαμηλής θερμοκρασίας (-320,5 βαθμών Φαρενάιτ), καθώς και υψηλά όξινα και χαμηλά όξινα περιβάλλοντα.