Μελέτες μεταξύ 2013 και 2020 έχουν δείξει ότι, οι εταιρείες με υψηλές επιδόσεις ESG πέτυχαν 2,6 φορές υψηλότερες συνολικές αποδόσεις για τους μετόχους τους από ό,τι οι εταιρείες μεσαίων επιδόσεων ESG. Σε αυτή τη διαδικασία, τα πλαίσια αξιολόγησης, αναφοράς και γνωστοποίησης είναι σημαντικά, όπως και η δημιουργία μιας ειδικής ομάδας που θα παρακολουθεί την πρόοδο μιας εταιρείας σε ζητήματα ESG και θα κάνει τις σχετικές αναφορές.
Ιδιαίτερα για τις εταιρείες στον κλάδο των ακινήτων οι αναφορές και η πρόοδος που αφορούν σε ζητήματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (Environmental, social, and governance - ESG) βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο. Σήμερα, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη - από τους επενδυτές, τους εργαζόμενους, τους ενοίκους, τους κοινωνικούς φορείς και τα κυβερνητικά στελέχη — απαιτούν δράση και υπευθυνότητα σε θέματα που σχετίζονται με τα κριτήρια ESG.
Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι εισηγμένες εταιρείες ακινήτων με σημαντικές πρωτοβουλίες ESG πετυχαίνουν υψηλότερες αποδόσεις από εκείνες που δεν δραστηριοποιούνται σχετικά. Για παράδειγμα, οι εταιρείες με βιώσιμες οικοδομικές πρακτικές είναι καλύτερα προετοιμασμένες για αλλαγές στη νομοθεσία περί οικοδομικού κώδικα ή επωφελούνται περισσότερο από κυβερνητικά κίνητρα για "πράσινα" κτίρια και συχνά έχουν χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και υψηλότερα έσοδα από ενοίκια. Επιπλέον, οι ισχυρές πρακτικές ESG είναι πιο ελκυστικές για τους χρήστες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα ποσοστά πληρότητας και πιο σταθερές ταμειακές ροές, μεγιστοποιώντας με τη σειρά της την αξία για τους μετόχους με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, εν μέσω ενός ραγδαία εξελισσόμενου ρυθμιστικού περιβάλλοντος, πολλαπλών πλαισίων και επιλογών πρωτοκόλλου και μεταβαλλόμενων προσδοκιών από μέρους των επενδυτών, ακόμη και συστηματικές προσπάθειες για τη δημιουργία μιας στρατηγικής ESG και την αναφορά της προόδου της μπορεί να αποτύχουν.
Ειδικά οι εταιρείες που εδρεύουν ή – υπό προϋποθέσεις- δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, υπόκεινται σε διάφορες υποχρεωτικές γνωστοποιήσεις, καθώς και οδηγίες της ΕΕ, οι οποίες αφορούν εισηγμένες αλλά και μη εισηγμένες εταιρείες. Το ούτως ή άλλως περίπλοκο σύστημα έρχονται να περιπλέξουν ακόμα παραπάνω, η βάση γνωστοποίησης του Global Reporting Initiative (GRI), αλλά και τα πρότυπα του Task Force για τις οικονομικές γνωστοποιήσεις που σχετίζονται με το κλίμα (TCFD) και οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNSDGs).
Αν και οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές είναι εξαιρετικά χρήσιμες, η πληθώρα των διαθέσιμων ποσοτικών και ποιοτικών πλαισίων κινδυνεύει να μπερδέψει τους ενδιαφερόμενους, αντί να τους καθοδηγήσει. Μέχρι την υιοθέτηση ενός ενιαίου, διεθνούς πλαισίου, οι εταιρείες καλούνται να αποφασίσουν μόνες τους την επίτευξη των στόχων ESG που θέτουν, ενώ ορισμένοι επενδυτές επιλέγουν να δημιουργήσουν δικά τους συστήματα αξιολόγησης, με βάση τα θέματα ESG που τους απασχολούν περισσότερο.
Σε αυτή τη διαδικασία, διευκολύνει σημαντικά η έγκαιρη και τακτική διεξαγωγή αναφορών, δεδομένου ότι παρέχει μια ξεκάθαρη εικόνα του πολύπλευρου αντίκτυπου μιας εταιρείας σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, χρησιμεύοντας ως μια μορφή διαχείρισης κινδύνου και ενημερώνοντας τακτικά τους επενδυτές για τα επιτεύγματα και την πρόοδο ESG.