Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα ακίνητα αποτελούν την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων όπου η χρήση ενέργειας – και, επομένως, οι
εκπομπές - μπορούν να μειωθούν πιο άμεσα και γρήγορα, με τη μετασκευή των
κτιρίων, σύμφωνα με τον Günther Thallinger, πρόεδρο του συμβουλίου
βιωσιμότητας της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας Allianz. Ωστόσο, τα στοιχεία που απαιτούνται για τη χαρτογράφηση και τη βελτίωση της κατάστασης δεν είναι πάντα διαθέσιμα.
To πιο δύσκολο μέρος της εξίσωσης είναι η διαχείριση της κατανάλωσης ενέργειας των ενοικιαστών που
καταλαμβάνουν αυτά τα κτίρια, συμπλήρωσε ο ίδιος, μιλώντας στο Capital Monitor,
κατά τη διάρκεια του διαδικτυακού σεμιναρίου «Making Sense of Net Zero». «Αυτός
είναι ο τομέας όπου ίσως μπορεί κανείς να κάνει τα λιγότερα [για τη μείωση των
εκπομπών]», τουλάχιστον εν μέρει επειδή απαιτεί τη λήψη δεδομένων από τους
ενοικιαστές σχετικά με τη χρήση ενέργειας, κάτι που δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Οι εκπομπές που
παράγονται από τους ενοίκους αποτελούν μέρος των εκπομπών που δημιουργούνται
από τις δραστηριότητες μιας εταιρείας αλλά επί των οποίων η ίδια δεν έχει άμεση
ιδιοκτησία ή έλεγχο. Αυτές θα περιλαμβάνουν επίσης στο μέλλον την αναφορά των εκπομπών που
παράγονται από οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται για ένα κτίριο ή των
εργαζομένων που μετακινούνται στην εργασία τους, σύμφωνα με το UK Green
Building Council (UKGBC). Συνήθως αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 85% του
συνολικού αποτυπώματος εκπομπών μιας εταιρείας εμπορικών ακινήτων.
Η μείωση όλων των
τύπων ρύπανσης που εκπέμπεται από ένα κτίριο καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής του
είναι πλέον καίριας σημασίας. Δηλαδή, τόσο ο «ενσωματωμένος άνθρακας» (εκπομπές
GHG που προκύπτουν από την κατασκευή, μεταφορά, εγκατάσταση, συντήρηση και
διάθεση δομικών υλικών) όσο και ο «λειτουργικός άνθρακας» (εκπομπές GHG από την
κατανάλωση ενέργειας ενός κτιρίου). Αυτή είναι μια πρόκληση που γίνεται
δυσκολότερο να αγνοήσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, εν μέσω αυξανόμενης
ρυθμιστικής πίεσης για αναφορά και διαχείριση των εκπομπών των χαρτοφυλακίων
τους. Ταυτόχρονα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ υποστηρίζουν
τη διαδικασία, αυστηροποιώντας τις απαιτήσεις για την εταιρική γνωστοποίηση της
χρήσης ενέργειας.
Την ίδια στιγμή,
τα πρότυπα μετρήσεων, όπως το GRESB, κερδίζουν διαρκώς έδαφος, με την Ευρώπη να πρωτοστατεί στον αριθμό
εταιρειών που επιλέγουν να τα ακολουθήσουν – από 109 εταιρείες το 2010 σε 784
το 2021. Παράλληλα, η GRESB προβλέπει ότι ο αριθμός των εταιρειών που
υποβάλλουν έκθεση παγκοσμίως θα αυξηθεί φέτος κατά 15-20%.
Αριθμός εταιρειών που αναφέρουν στο GRESB ανά περιοχή. Πηγή: Capital Monitor.
Αλλά δεν είναι όλοι οι ένοικοι πρόθυμοι να
μοιραστούν τα σχετικά στοιχεία, ενώ το πολιτικό περιβάλλον δεν
ανταποκρίνεται ακόμα στις ανάγκες των θεσμικών επενδυτών, όσον αφορά τη συλλογή
δεδομένων βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τον Ying Ye, επικεφαλής επενδύσεων για την
ασφαλιστική επιχείρηση της Allianz στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν παραδείγματα
όπου οι ενοικιαστές κέρδισαν νομικές υποθέσεις κατά των ιδιοκτητών, με τις
οποίες τα Βρετανικά δικαστήρια υποστήριξαν στην άρνησή τους να παράσχουν σχετικά
δεδομένα.
Πάντως, το
ρυθμιστικό και πολιτικό περιβάλλον φαίνεται να εξελίσσεται. Για παράδειγμα, η
Γαλλία εφάρμοσε το Décret Tertiaire, τον Ιούλιο του 2010, το οποίο ισχύει για
εμπορικά ακίνητα όπως γραφεία, ξενοδοχεία ή αποθήκες. Απαιτεί από τους
ιδιοκτήτες κτιρίων να καταγράψουν τη χρήση ενέργειας σε μια πλατφόρμα που
υποστηρίζεται εθνικά και να μειώσουν την τελική τους κατανάλωση ενέργειας κατά
40% έως το 2030, 50% έως το 2040 και 60% έως το 2050 σε σύγκριση με ένα έτος
αναφοράς το αργότερο μέχρι το 2010. Ο νόμος προϋποθέτει την κατάθεση της πρώτης
έκθεσης μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους.