Οπως λέει την περίοδο της παρατεταμένης στασιμότητας, δηλαδή από το τέλος του 2013 μέχρι το 2017, καταγράφηκε πτώση της τάξης των €2,2 δισ. ή 1,8%, ενώ το 2018, για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά €1,1 δισ. ή 1,0%, με τον ρυθμό αύξησης να επιταχύνεται στα €4,7 δισ. ή 4,0% τον επόμενο χρόνο (2019), εν μέσω θετικών προσδοκιών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας.
Σημειώνεται ότι από το 2012 μέχρι το 2019, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ήταν διαρκώς μεγαλύτερη από το διαθέσιμο εισόδημα, αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με αρνητική αποταμίευση. Το κενό καλυπτόταν είτε με μείωση του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών είτε με δανεισμό.
Παρά τη μεγάλη διαταραχή στη ζήτηση και την προσφορά που προκάλεσε ο κορωνοϊός, το διαθέσιμο εισόδημα των εγχώριων νοικοκυριών παρουσίασε ανθεκτικότητα τη διετία 2020-2021 επιδρώντας θετικά στην κατανάλωση και εν γένει στην κοινωνική ευημερία.
Συγκεκριμένα, έπειτα από
τη σχετικά ήπια μείωση τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών
στην Ελλάδα το 2021 ενισχύθηκε ισχυρά, ξεπερνώντας τα προ COVID-19 επίπεδα κατά €3,7 δισ. ή
3,0%. Κυρίαρχο ρόλο στην εν λόγω επίδοση διαδραμάτισαν με άμεσο και έμμεσο τρόπο οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, οι οποίες ωστόσο συνδυάστηκαν με υψηλά ελλείμματα και
συσσώρευση δημόσιου χρέους.
Τα νοικοκυριά λαμβάνουν πόρους υπό τη μορφή κερδών ατομικών επιχειρήσεων, αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, ενοικίων κατοικιών, αποδόσεων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εγγείων προσόδων, κοινωνικών παροχών από το κράτος και λοιπών τρεχουσών μεταβιβάσεων.
Ένα μέρος των προαναφερθέντων πόρων χρησιμοποιείται για την καταβολή φόρων εισοδήματος και πλούτου, κοινωνικών εισφορών και λοιπών τρεχουσών
μεταβιβάσεων. Το χρηματικό ποσό που απομένει ονομάζεται διαθέσιμο εισόδημα και διοχετεύεται
στην κατανάλωση και την αποταμίευση.
Παρατηρούμε τα εξής:
Λόγω της ενίσχυσης των κερδών των ατομικών επιχειρήσεων (μικτό εισόδημα), η συνιστώσα του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος / μικτού εισοδήματος είχε μακράν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τη διετία 2020-2021. Συγκεκριμένα, κινήθηκε ανοδικά κατά €4,3 δισ. ή 8,0%.
Η αύξηση των κερδών των ατομικών επιχειρήσεων δεν προήλθε από την άνοδο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παράγουν (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία = παραγόμενο προϊόν – ενδιάμεση κατανάλωση) αλλά από τις επιδοτήσεις του κράτους, οι οποίες εισέρχονται προσθετικά στη διαμόρφωση του μικτού εισοδήματος των ατομικών επιχειρήσεων.
Αναλυτικά, σε μια προσπάθεια άμβλυνσης των επιπτώσεων της πανδημίας και προστασίας του παραγωγικού ιστού, οι επιδοτήσεις της κυβέρνησης προς τον θεσμικό τομέα των νοικοκυριών αυξήθηκαν από τα €2,4 δισεκ. το 2019 στα €6,4 δισ. το 2020 και στα €8,7 δισ. το 2021 (μεταβολή διετίας €6,3 δισ. ή 261,8%).
Εν αντιθέσει με το μικτό εισόδημα των ατομικών επιχειρήσεων, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή η άλλη κύρια πηγή εισοδήματος των νοικοκυριών από τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία, δεν κάλυψαν τις απώλειες του πρώτου έτους της υγειονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να υπολείπονται το 2021 κατά €0,5 δισ. ή 0,7% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ως εκ τούτου, η συνεισφορά τους στη μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τη διετία 2020-2021 ήταν ελαφρώς αρνητική.
Πέραν των επιδοτήσεων, το κράτος στήριξε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μέσω κοινωνικών παροχών (εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος), οι οποίες το 2021 ανήλθαν στα €36,5 δισ., αυξημένες κατά €1,1 δισ. ή 3,0% σε σχέση με το 2019.
Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία με τα lockdowns, την υψηλή αβεβαιότητα και τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης, η συνολική αποταμίευση των νοικοκυριών πέρασε σε θετικό έδαφος το 2020 για πρώτη φορά από το 2011 (€3,3 δισ. ή 2,8% του διαθέσιμου εισοδήματος). Η σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και η βελτίωση των προσδοκιών για την πορεία της οικονομίας οδήγησαν σε ισχυρή αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης το 2021, με την αποταμίευση να διαμορφώνεται, έστω και οριακά, σε αρνητικό έδαφος. Παρά ταύτα, ο αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών το 2021 ήταν κατά πολύ ηπιότερος σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη (0,1% vs 4,1% μέσος όρος 2012-2019).
Κυρίαρχος καθοδικός κίνδυνος για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το 2022 είναι η άνοδος των τιμών. Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε στο 6,6% το 1ο τρίμηνο 2022, ενώ στο δίμηνο Απριλίου-Μαΐου 2022 ενισχύθηκε περαιτέρω στο 9,9%. Τα εν λόγω μεγέθη μειώνουν, ceteris paribus, κατά το ίδιο ποσοστό τον πραγματικό ρυθμό μεταβολής του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική ιδιωτική κατανάλωση και στο πραγματικό ΑΕΠ.
Επιπρόσθετα, η ισχυρή άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών, ειδικά σε μια οικονομία σαν την ελληνική όπου για πολλά χρόνια ο πληθωρισμός ήταν πολύ ήπιος ή αρνητικός, συνιστά παράγοντα αβεβαιότητας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δαπάνες τους σε κατανάλωση και επένδυση αντίστοιχα.