Η νέα έκθεση με τίτλο: «Πώς μπορούν τα στελέχη του δημόσιου τομέα και η τεχνολογία να ευθυγραμμιστούν για να εξυπηρετήσουν τους μελλοντικούς πολίτες;» δείχνει ότι λιγότερα από 1 στα 10 διευθυντικά στελέχη από τον δημόσιο τομέα που συμμετείχαν στην έρευνα (7%) πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους έχει επιτύχει τους στόχους του ψηφιακού μετασχηματισμού, ενώ η δυναμική για την ψηφιοποίηση που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας κινδυνεύει να χαθεί.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση αυτή, το ανθρώπινο δυναμικό από τον δημόσιο τομέα που συμμετείχε στην έρευνα δεν είναι προετοιμασμένο να επωφεληθεί από τα τεράστια αναμενόμενα οφέλη της ψηφιοποίησης, όπως τη βελτίωση της πρόσβασης σε ψηφιακές υπηρεσίες, τη χρήση data analytics (ανάλυσης δεδομένων) για να προβλεφθεί πότε τα ευάλωτα άτομα θα χρειαστούν περισσότερη βοήθεια, και την αύξηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας συνολικά.
Πολλοί από τους ερωτηθέντες αισθάνονται ότι περιορίζονται από έναν συνδυασμό θεμάτων, όπως η έλλειψη ηγετών με ψηφιακές γνώσεις, η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων δεδομένων και της απαραίτητης κατάρτισης για πρόσβαση σε αυτά, καθώς και μια οργανωσιακή κουλτούρα η οποία αντιδρά με καθυστέρηση και δεν εμπνέει, εμποδίζοντας τις προσπάθειες για την προσέλκυση των καλύτερων ψηφιακών ταλέντων.
Παράλληλα, το 38% των ερωτηθέντων εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα που ανήκουν στη Γενιά Ζ (Generation Z), δηλώνουν ότι σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες, γεγονός που δημιουργεί για τις κυβερνήσεις την πρόσθετη πρόκληση της διατήρησης του ψηφιακά εγγράμματου ανθρώπινου ταλέντου που ήδη διαθέτουν, καθώς το μεγαλύτερο σε ηλικία ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου τομέα πλησιάζει στη συνταξιοδότηση.
Καθώς πολλές παγκόσμιες τάσεις συγκλίνουν για να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ανατροπών για τις κυβερνήσεις, αυτό περιλαμβάνει προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες, για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, η έκθεση συνιστά ένα πλαίσιο τεσσάρων βασικών δράσεων που πρέπει να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα ανθρώπινο δυναμικό εξοπλισμένο για το μέλλον:
1. Υιοθέτηση ενός δυναμικού προγραμματισμού ανθρώπινου δυναμικού. Υιοθέτηση μιας πιο μακροπρόθεσμης θεώρησης για την επάρκεια και τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό και οικοδόμηση μιας στρατηγικής για πρόσβαση στις απαραίτητες δεξιότητες.
2. Ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων. Αναβάθμιση των δεξιοτήτων ή επανακατάρτιση των σημερινών εργαζόμενων, προσέλκυση νέων ταλέντων και ενίσχυση της ελκυστικότητας του δημόσιου τομέα ως εργοδότη, δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα μίας σταδιοδρομίας και εξέλιξης με σαφή σκοπό.
3. Ενίσχυση της ψηφιακής ηγεσίας και κουλτούρας. Η διαχείριση του ψηφιακού μετασχηματισμού απαιτεί ηγέτες που να μπορούν να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων (το status quo), διατυπώνοντας ένα συναρπαστικό όραμα για αλλαγή, καθώς εκπαιδεύουν τους υπαλλήλους σε μια ψηφιακή νοοτροπία.
4. Επαναπροσδιορισμός της εμπειρίας των εργαζομένων. Δημιουργία μιας εξατομικευμένης εμπειρίας για τους εργαζόμενους που θα αντιμετωπίζει κάθε εργαζόμενο ως ένα μοναδικό άτομο, προσφέροντας μια δομημένη πορεία σταδιοδρομίας, που θα βοηθήσει τους εργαζόμενους να προοδεύσουν και να εκπληρώσουν τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες.
Σύμφωνα με την ανάλυση της EY, οι πολίτες αναμένουν πλέον από τη συναλλαγή τους με τον Δημόσιο τομέα επίπεδα ποιότητας, ταχύτητας και ευκολίας, ισάξια με τον ιδιωτικό τομέα, με άμεση, απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες μέσω πολλαπλών καναλιών. Οι πολίτες αναμένουν ότι η ψηφιακή τεχνολογία θα βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνουν πολλές πτυχές της ζωής τους – και απαιτούν από τις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν στην τάση αυτή.
Σήμερα, οι κυβερνήσεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές προσπαθώντας να επικεντρωθούν περισσότερο στις ανάγκες των πολιτών. Σύμφωνα με έρευνα της EY, το 43% των ερωτηθέντων κατατάσσουν την εστίαση στην εμπειρία πελάτη/πολίτη, ως έναν από τους τρεις κορυφαίους παράγοντες που οδηγούν σε επιτυχημένο μετασχηματισμό. Αυτό απαιτεί καλύτερη χρήση της τεχνολογίας και των δεδομένων για την κατανόηση των αναγκών των πολιτών, καθώς και νέων δεξιοτήτων, όπως η έρευνα και ο σχεδιασμός της εμπειρίας χρήστη.
Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα θέλουν, επίσης, έναν ψηφιακό χώρο εργασίας, που να συμβαδίζει με την προσωπική τους εμπειρία και αισθάνονται ότι οι κυβερνήσεις δεν κάνουν αρκετά. Σύμφωνα με την έρευνα της EY του 2022, Work Reimagined, το 63% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι απαιτούνται εκτεταμένες ή αρκετές αλλαγές για τη βελτίωση των ψηφιακών εργαλείων και τεχνολογιών στον χώρο εργασίας τους.
Οι Millennials και όσοι ανήκουν στη Γενιά Ζ, είναι πιο πιθανό να προτιμούν μικρότερη διάρκεια παραμονής σε μία εργασία, αλλά να επιδιώκουν μία στοχευμένη σταδιοδρομία με σαφή σκοπό και μεγαλύτερο βαθμό ικανοποίησης, με το 63% των ερωτηθέντων υπαλλήλων της Γενιάς Z στον δημόσιο τομέα να δηλώνουν ότι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στη σαφή σύνδεση μεταξύ της δουλειάς τους και του γενικού σκοπού του οργανισμού, σε σχέση με τις χρηματικές απολαβές. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι όλων των ηλικιών επιζητούν μια πιο υγιή ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής. Η προσέλκυση και η διατήρηση νεότερων εργαζομένων είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση (σχεδόν το ένα τρίτο των εργαζομένων στην κεντρική κυβέρνηση χωρών μελών του ΟΟΣΑ είναι άνω των 55 ετών), ενώ το 29% των δημοσίων υπαλλήλων που συμμετείχαν στην έρευνα της EY, Work Reimagined Survey, δήλωσαν ότι πιθανότατα θα φύγουν από τη δουλειά τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες, ποσοστό που φθάνει στο 38% μεταξύ των μελών της Γενιάς Z.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, o κος Νίκος Αγγούρης, Εταίρος και Επικεφαλής του Τομέα Δημοσίου της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Η πανδημία μάς έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τις τεράστιες δυνατότητες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία για τη βελτίωση του επιπέδου και την εξατομίκευση των υπηρεσιών που παρέχει ο δημόσιος τομέας στους πολίτες. Απέδειξε, επίσης, ότι η τηλεργασία και, γενικότερα, οι ευέλικτες μορφές εργασίας, μπορούν, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να λειτουργήσουν και στον δημόσιο τομέα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μη χαθεί αυτή η ευκαιρία, να αξιοποιήσουμε τη σημερινή δυναμική και να προωθήσουμε την περαιτέρω ψηφιοποίηση των διαδικασιών και των υπηρεσιών του Δημοσίου για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του, να προσφέρει εξατομικευμένες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στον Έλληνα πολίτη και να γίνεται καλύτερη αξιοποίηση των χρημάτων των φορολογούμενων. Η ευκαιρία είναι τεράστια και, αν οι κυβερνήσεις την αξιοποιήσουν σωστά, θα οδηγηθούμε σε ένα πιο αποτελεσματικό κράτος, πιο έξυπνες υπηρεσίες και, το σημαντικότερο, πιο ευτυχισμένους πολίτες».
Από την πλευρά της η κα Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος, Επικεφαλής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Για να αξιοποιηθεί η μοναδική αυτή ευκαιρία της ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα, χρειάζεται μια αλλαγή κουλτούρας, ηγεσία που να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της πρόκλησης και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτό προϋποθέτει και ηλικιακή ανανέωση, μια ιδιαίτερα έντονη πρόκληση για την Ελλάδα, όπου το ποσοστό των εργαζόμενων ηλικίας 18-34 στην κεντρική κυβέρνηση δεν ξεπερνά το 2% και είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ . Οι νέοι σήμερα αναζητούν εργασία με σαφή σκοπό, και, ως προς αυτό, ο δημόσιος τομέας έχει ένα σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα. Εάν, μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, εξασφαλίσει και την ευελιξία και την ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, μπορεί να προσελκύσει το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζεται».