Στο διάστημα πριν την εκδήλωση της πανδημίας, η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση παρουσίασε υψηλότερους ρυθμούς αύξησης στην Ελλάδα συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Εντονότερες, όμως, ήταν για την Ελλάδα και οι αρνητικές επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης, γεγονός που συνδέεται ενδεχομένως με την υψηλότερη αναλογία των διεθνών κρατήσεων στα συνολικά μεγέθη της δραστηριότητας στη χώρα.
Από τη σύγκριση των μεγεθών της βραχυχρόνιας μίσθωσης με τα αντίστοιχα μεγέθη του ξενοδοχειακού τομέα, φαίνεται ότι η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση κυμαίνεται σε αρκετά υπολογίσιμα επίπεδα σε σχέση με τις διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχεία και ομοειδή καταλύματα, τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Ελλάδα.
Πριν από την εκδήλωση της πανδημίας η βραχυχρόνια μίσθωση εμφανίζεται να κέρδισε έδαφος έναντι του ξενοδοχειακού τομέα, χωρίς όμως να φαίνεται ότι επηρεάζεται ουσιαστικά η ξενοδοχειακή διαμονή.
Κατά τα πρώτα στάδια της πανδημίας, η ξενοδοχειακή διαμονή παρουσίασε εντονότερη κάμψη συγκριτικά με τη βραχυχρόνια μίσθωση, εξέλιξη που μπορεί να οφείλεται στο ότι ορισμένα χαρακτηριστικά των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως η ιδιωτικότητα, η αυτονομία, η παροχή κουζίνας κ.ά., δημιούργησαν πλεονέκτημα υπό τις συγκεκριμένες ιδιαίτερες συνθήκες.
Στην Ελλάδα, η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση πραγματοποιείται κυρίως σε ολόκληρα καταλύματα μεγέθους κάτω των 10 κλινών.
Το μεγαλύτερο μέρος της διαμονής σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης αφορά επισκέπτες διεθνούς προέλευσης, οι οποίοι απορροφούν μεγαλύτερο τμήμα των σχετικών υπηρεσιών στην Ελλάδα συγκριτικά με την αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ.
Η πλειονότητα των επισκεπτών στη βραχυχρόνια μίσθωση προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ, ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και η Αμερική.
Ο βαθμός στον οποίο η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα απευθύνεται σε εισερχόμενο τουρισμό είναι ανάλογος ή και ελαφρώς υψηλότερος σε σχέση με τον ξενοδοχειακό τομέα. Ωστόσο, η συμμετοχή των τουριστών από την Ευρώπη στις διανυκτερεύσεις σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα φαίνεται να είναι αναλογικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα ξενοδοχεία.
Η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση παρουσιάζει γενικά εντονότερη εποχικότητα στην Ελλάδα σε σχέση με το σύνολο της ΕΕ, με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, όταν κατά παράδοση η χρήση των τουριστικών καταλυμάτων παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συχνότητα, να συγκεντρώνουν υψηλό μερίδιο των συνολικών διανυκτερεύσεων.
Σε σύγκριση με τον ξενοδοχειακό τομέα, η εποχικότητα στη βραχυχρόνια μίσθωση εμφανίζεται σχετικά πιο έντονη, ενώ παρατηρούνται και σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ευρύτερων περιφερειών και των πόλεων της Ελλάδας.
Ο χαμηλότερος βαθμός εποχικότητας στη βραχυχρόνια μίσθωση εμφανίζεται στην περιφέρεια Αττικής και στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη).
Η προσφορά και η χρήση καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική ανάπτυξη και διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η ανάπτυξη της προσφοράς και της χρήσης καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στη χώρα αφορά όλες τις επιμέρους κατηγορίες από πλευράς φύλου, ηλικίας, εκπαίδευσης και άλλων χαρακτηριστικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία ερευνών του Ευρωβαρόμετρου, αξιοσημείωτη ήταν η μεγάλη αύξηση της συμμετοχής των παρόχων άνω των 55 ετών, αλλά και η αυξανόμενη δραστηριοποίηση ατόμων χαμηλότερης εκπαίδευσης, κατοίκων μικρότερων πόλεων ή αγροτικών περιοχών και μη εργαζόμενων.
Οι σπουδαστές, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση στη χρήση των υπηρεσιών.
Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη η πιο επαγγελματική μορφή της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με τη διάθεση αρκετών καταλυμάτων που αγοράστηκαν για αυτόν τον σκοπό.
Βάσει σχετικών στοιχείων του Ευρωβαρόμετρου, η απόκτηση εισοδήματος αποτελούσε το κυριότερο κίνητρο για την προσφορά υπηρεσιών, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο έναντι του μέσου όρου της ΕΕ δηλώθηκαν κίνητρα όπως η εξασφάλιση περισσότερων καταναλωτών, η ευκολία αλληλεπίδρασης, η βιώσιμη και αποτελεσματική χρήση των πόρων, η ευκολία προσφοράς υπηρεσιών και η παροχή πρόσθετων/πιο καινοτόμων υπηρεσιών.
Ως κυριότερα προβλήματα αναφέρθηκαν η έλλειψη σαφήνειας, η πολυπλοκότητα στην πληρωμή φόρων και στη νόμιμη προσφορά υπηρεσιών, οι ασαφείς επιπτώσεις στην απασχόληση και οι δυσκολίες με τους καταναλωτές.
Ο κυριότερος λόγος διακοπής της προσφοράς ήταν η μη διαθεσιμότητα πλέον κάποιου καταλύματος, ενώ ως σημαντικοί λόγοι δηλώθηκαν επίσης το ότι δεν συμφέρει οικονομικά και οι διοικητικοί περιορισμοί.
Οι χαμηλότερες τιμές των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης αποτελούν τον κυριότερο λόγο επιλογής τους στην Ελλάδα, ενώ ακολουθεί η καλύτερη θέση τους, η διαθεσιμότητα αναφορών/σχολίων, οι καλύτερες υποδομές και οι περισσότερες δυνατότητες επιλογών.
Αντίστοιχα, τα κυριότερα προβλήματα που αναφέρθηκαν από τους χρήστες ήταν η ασάφεια για τον υπεύθυνο, οι παραπλανητικές κριτικές, η κακή χρήση των προσωπικών δεδομένων και η έλλειψη εμπιστοσύνης στον προμηθευτή.
Η πλειονότητα των χρηστών χρησιμοποίησαν τη βραχυχρόνια μίσθωση συμπληρωματικά με τα παραδοσιακά κανάλια, αλλά σημαντικό ήταν και το ποσοστό των χρηστών που είχαν υποκαταστήσει μερικώς ή πλήρως κάποιες υπηρεσίες.
Οι αντιλήψεις σε σχέση με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της βραχυχρόνιας μίσθωσης συγκλίνουν σε Ελλάδα και ΕΕ.
Ως κυριότερα πλεονεκτήματα αναφέρονται ότι αποτελεί πρόσθετη πηγή εισοδήματος, ενώ τα ταξίδια είναι πιο οικονομικά.
Τα σημαντικότερα μειονεκτήματα αφορούν την επίδραση στη διαθεσιμότητα και τις τιμές των κατοικιών και την αύξηση της όχλησης. Όσον αφορά την επίδραση της δραστηριότητας στην ποιότητα ζωής στη γειτονιά, οι περισσότεροι δηλώνουν είτε θετικές είτε καθόλου επιδράσεις.
ΠΗΓΗ: ΚΕΠΕ