Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο μερίδιο (25,7 % ή περισσότεροι από ένας στους τέσσερις απασχολούμενους) ακολουθούμενη από την Κύπρο και τη Μάλτα με 17,5 % και 15,0 % αντίστοιχα. Ποσοστό πάνω από 40% στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία και την Ολλανδία είναι προσωρινά εργαζόμενοι τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερο στον τουρισμό από ό,τι στη μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία στο σύνολό της.
Στον κλάδο των καταλυμάτων, ένας στους τέσσερις απασχολούμενους δεν έχει σύμβαση αορίστου χρόνου.
Υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που κυμαίνονται από 5% των προσωρινών συμβάσεων στον τουρισμό στην Ουγγαρία έως περισσότερο από 40% στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ολλανδία. Σε όλες τις χώρες λιγότεροι άνθρωποι έχουν μόνιμη εργασία στον τουρισμό παρά στην οικονομία κατά μέσο όρο.
Στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Κύπρο, το ποσοστό των προσωρινών εργαζομένων ήταν τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερο στον τουρισμό από ό,τι στη μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία στο σύνολό της. Ειδικότερα στον κλάδο των καταλυμάτων, ένας στους τέσσερις απασχολούμενους δεν είχε σύμβαση αορίστου χρόνου.
Το ποσοστό των νέων εργαζομένων που κατέχουν την τρέχουσα εργασία τους για λιγότερο από ένα χρόνο ήταν επίσης υψηλότερο στον τουρισμό από ό,τι στη μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία συνολικά (23,1% έναντι 14,8%).
Μισθοί και ημερομίσθια και κόστος εργασίας στις τουριστικές βιομηχανίες
Οι ωρομίσθιοι και το κόστος εργασίας στον υποτομέα στέγασης είναι κάτω από τον μέσο όρο για την οικονομία συνολικά Το 2020 το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας ήταν 28,4 € και ο μέσος ωρομίσθιος και ημερομίσθιο ήταν 21,5 €. Στους τρεις επιλεγμένους τουριστικούς κλάδους (αεροπορικές μεταφορές, καταλύματα, ταξιδιωτικά γραφεία & tour operators) το ίδιο έτος, το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας ήταν 24,2 € και οι μέσοι ακαθάριστοι ωρομίσθιοι και ημερομίσθια ανήλθαν σε 13,7 €