Αυτό προκύπτει από έκθεση του Green Tank για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τους εν λόγω κλάδους, που εντάσσονται στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης:
· Τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη μείωση των εκπομπών ΣΕΔΕ στην Ελλάδα είχε ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, με μείωση 63,9% συγκριτικά με το 2005, κυρίως χάρη στη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες, οι οποίες στα 17 χρόνια λειτουργίας του ΣΕΔΕ μείωσαν τις εκπομπές τους κατά 80,3%.
· Το 2022 ειδικότερα οι εκπομπές του τομέα μειώθηκαν κατά 5,3% σε σχέση με το 2021 εξαιτίας της υποχώρησης των ορυκτών καυσίμων και κυρίως του ορυκτού αερίου (-13,6 %) και της υποκατάστασής τους από ΑΠΕ. Ως αποτέλεσμα, οι εκπομπές του τομέα εμφάνισαν ιστορικό χαμηλό με 19,3 εκ. τόνους, παραμένοντας ωστόσο πολύ υψηλότερες από τον στόχο των 7 εκ. τόνων που έχει θέσει το ΕΣΕΚ για το 2030.
· Οι βιομηχανικοί κλάδοι εξέπεμψαν συνολικά 12,5 εκ. τόνους ισοδύναμου CO2 το 2022, παρουσιάζοντας μια μείωση κατά 30,5% σε σχέση με το 2005, και πάλι πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη μείωση στην ΕΕ-27 (-10%). Συγκριτικά με το 2021, οι βιομηχανίες μείωσαν τις εκπομπές τους στην Ελλάδα κατά 3,3%, μια μείωση μικρότερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ-27 (-6.4%).
«Παρά τη μεγάλη πρόοδο της Ελλάδας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις εγκαταστάσεις που υπάγονται στο χρηματιστήριο ρύπων, οι επιδόσεις το 2022 βρίσκονται ακόμα πολύ μακριά από τους εθνικούς κλιματικούς στόχους για το 2030. Απαιτείται συνεπώς η χάραξη μιας πιο ενεργητικής εθνικής ενεργειακής και βιομηχανικής πολιτικής προκειμένου να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα των δύο αυτών κομβικών τομέων Αυτή πρέπει να αποτυπωθεί τόσο στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ όσο και στους αντίστοιχους τομεακούς προϋπολογισμούς άνθρακα σύμφωνα με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα και συνιδρυτής, The Green Tank.,,