Ο κ. Στουρνάρας προειδοποίησε ότι, αν και η κλιματική αλλαγή ίσως δεν αποτελεί ακόμη συστημική απειλή, «τείνει να γίνει», εφόσον δεν ληφθούν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα για τη μετάβαση και την προσαρμογή. Όπως τόνισε, οι φυσικές καταστροφές, μεταξύ αυτών η κακοκαιρία «Daniel» στη Θεσσαλία, πλήττουν όχι μόνο πολίτες και επιχειρήσεις συνολικά, αλλά και το τραπεζικό σύστημα, μέσω της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Ο ευρωπαϊκός Νότος, και ιδιαίτερα η λεκάνη της Μεσογείου, βρίσκεται αντιμέτωπος με δυσανάλογα υψηλό κλιματικό κίνδυνο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις απαιτούμενες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση, επισημαίνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επιπλέον 3–3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2030, ποσό που αντιστοιχεί σε 500–550 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αν και το ευρωπαϊκό πλαίσιο –συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης– έχει συμβάλει ουσιαστικά, «από εδώ και πέρα απαιτείται ισχυρότερη κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα», όπως σημείωσε, μέσω της ενίσχυσης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
Ο διοικητής υπογράμμισε επίσης ότι η Τράπεζα της Ελλάδος υπήρξε από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που δημιούργησαν ειδική μονάδα για την κλιματική αλλαγή. Η κλιματική παράμετρος έχει πλέον ενσωματωθεί στις στρατηγικές, στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, αλλά και στα εργαλεία νομισματικής πολιτικής, ενώ στο εποπτικό επίπεδο διενεργούνται κλιματικά stress tests.
Καθοριστικός ο ρόλος των κατασκευών
Αναφερόμενος στην προσαρμογή και την ανθεκτικότητα, ο κ. Στουρνάρας μίλησε για ένα «τριπλό μέρισμα»: προστασία πολιτών και υποδομών, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και ενίσχυση της κοινωνικής ετοιμότητας απέναντι στην κλιματική κρίση. Τόνισε ότι ο κατασκευαστικός κλάδος έχει κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη μετάβαση, μέσω ανθεκτικών υλικών, έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και λύσεων αστικής αναβάθμισης, σημειώνοντας πως «όλα περνούν μέσα από τις κατασκευές».
Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασε και για το χαμηλό επίπεδο ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα: μόλις το 4% των ζημιών είναι ασφαλισμένο, έναντι 25% στην Ευρώπη. «Τίποτα δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στο κράτος ή στην αγορά. Απαιτούνται συνέργειες και μεγαλύτερη κουλτούρα αποταμίευσης και ασφάλισης», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, ο διοικητής έκανε λόγο για «θαύμα» σε σχέση με την περίοδο της κρίσης, υπενθυμίζοντας ότι τότε τα δίδυμα ελλείμματα έφταναν το 15% του ΑΕΠ. Όπως εξήγησε, το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει ανέβει από το 62% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2020 στο 70% σήμερα, με σταθερή βελτίωση 1%–1,5% ετησίως.
Κομβικοί μοχλοί ανάπτυξης, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, είναι οι επενδύσεις –που έχουν ενισχυθεί από 11% σε 17% του ΑΕΠ από το 2019– και οι μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η γραφειοκρατία, η δικαιοσύνη, το δημογραφικό και η αναβάθμιση δεξιοτήτων.
Υψηλός πληθωρισμός λόγω τουρισμού
Ο διοικητής επισήμανε ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερος από την Ευρωζώνη, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης που ενισχύεται από τον πολύ ισχυρό τουρισμό –40 εκατ. επισκέπτες σε χώρα 10 εκατ. κατοίκων– αλλά και εξαιτίας ανεπαρκούς ανταγωνισμού, που επιτρέπει στις τιμές να μένουν ψηλά ακόμη και όταν υποχωρούν οι διεθνείς τιμές. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η είσοδος περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά αποτελούν «κλειδί» για την αποκλιμάκωση των τιμών.
Τέλος, ο Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε τον ρόλο της πολιτικής σταθερότητας, επισημαίνοντας ότι αυτή επέτρεψε στις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών να λάβουν δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις. Προειδοποίησε ότι ενδεχόμενη παρατεταμένη αστάθεια –όπως αυτή που παρατηρείται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες– θα μπορούσε να υπονομεύσει τόσο την οικονομική πορεία της χώρας όσο και την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, με κυριότερη την κλιματική αλλαγή.