Η απόφαση του αμερικανικού Υπουργείου Ενέργειας (DOE) να ακυρώσει τις εν λόγω χρηματοδοτήσεις για 24 έργα καθαρής ενέργειας επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βασικό ερώτημα: Πόσο σταθερή είναι η δέσμευση των ΗΠΑ για την ενεργειακή μετάβαση;
Η ανακοίνωση έγινε την Παρασκευή 30 Μαΐου 2025 και προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο λόγω του ύψους των κονδυλίων που αποσύρθηκαν, αλλά και λόγω της στρατηγική στόχευση των έργων που ακυρώθηκαν — έργα που σχετίζονταν με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), καθαρό υδρογόνο, αλλά και βιομηχανική ανακύκλωση.
Το DOE δήλωσε ότι η απόφαση βασίστηκε σε αναθεώρηση της οικονομικής βιωσιμότητας και διαχειριστικής επάρκειας των έργων. Πολλά από αυτά φέρονται να μην πληρούσαν βασικά κριτήρια προόδου, όπως η εξασφάλιση περιβαλλοντικών εγκρίσεων, η επίτευξη συμφωνιών συγχρηματοδότησης ή η ωριμότητα σε επίπεδο υλοποίησης.
Παράλληλα, όπως τόνισε ο νέος Υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ, τα περισσότερα από αυτά τα έργα εγκρίθηκαν στο μεσοδιάστημα μεταξύ των εκλογών του 2024 και της ανάληψης καθηκόντων της τρέχουσας κυβέρνησης, χωρίς την αναγκαία οικονομική τεκμηρίωση.
Το επιχείρημα, με άλλα λόγια, εστιάζει όχι στην ουσία των τεχνολογιών, αλλά στον τρόπο και το πλαίσιο της χρηματοδότησης τους.
Ανάμεσα στα έργα που ακυρώθηκαν περιλαμβάνονται η μονάδα καθαρού υδρογόνου της ExxonMobil στο Baytown του Τέξας (ύψους $332 εκατ.), έργα της Calpine για δέσμευση CO₂ σε Καλιφόρνια και Τέξας ($270 εκατ.) και η πρωτοβουλία της Heidelberg Materials για «πράσινο» τσιμέντο μέσω CCUS ($500 εκατ.).
Πρόκειται για έργα που θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν τεχνολογική πρόοδο σε τομείς βιομηχανικά δύσκολους στην απανθρακοποίηση, όπως τα διυλιστήρια, η παραγωγή τσιμέντου και η χημική βιομηχανία.
Η αντίδραση ήταν άμεση. Εκπρόσωποι της βιομηχανίας εκφράζουν φόβους ότι η ακύρωση υπονομεύει το επενδυτικό περιβάλλον γύρω από τις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, ενώ περιβαλλοντικές οργανώσεις —παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις τους απέναντι στις CCUS τεχνολογίες— εκφράζουν την ανησυχία ότι η απόσυρση των κονδυλίων στερεί κρίσιμη υποστήριξη από τομείς όπου δεν υπάρχουν ακόμη πρακτικές εναλλακτικές.
«Χρειαζόμαστε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων», δήλωσε χαρακτηριστικά η Jessie Stolark από τον Carbon Capture Coalition, του συνασπισμού που προωθεί την εδραίωση πολιτικών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι οποίες να στηρίζουν την ανάπτυξη τεχνολογιών για τη διαχείριση του άμνθρακα.
Η απόφαση του DOE εγγράφεται σε μια ευρύτερη πολιτική αναδιάταξη, με σαφείς στόχους: ανακατανομή των κονδυλίων σε έργα με μεγαλύτερη τεκμηρίωση βιωσιμότητας και ενίσχυση της εθνικής ενεργειακής ασφάλειας. Όμως, αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να φρενάρει βραχυπρόθεσμα την καινοτομία, δημιουργώντας κενό εμπιστοσύνης ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Επιπλέον, η αμερικανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει την αξιολόγηση 179 επιπλέον έργων, συνολικού προϋπολογισμού άνω των $15 δισ. Όμως η ακύρωση αυτού του πρώτου πακέτου θέτει επί τάπητος ένα κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια να επιτευχθεί με οικονομικά αυστηρά φίλτρα, χωρίς παράπλευρες απώλειες;