Εντούτοις, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της JLL "Decarbonizing Cities and Real Estate", η οποία βασίζεται σε συμπεράσματα που αντλήθηκαν από 32 χώρες, οι υπάρχουσες πολιτικές και τα νομικά πλαίσια, ένας από τους κυριότερους μοχλούς πίεσης, δεν αντιστοιχούν στα επιστημονικά ευρήματα, τα οποία καλούν για αυστηρότερα μέτρα με άμεση εφαρμογή.
Όσο ο δημόσιος τομέας καθυστερεί να ανταποκριθεί αυτή τη στιγμή, τόσο το βάρος μετακυλά στον ιδιωτικό τομέα καλώντας τον να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της δράσης για το κλίμα.
Η πρόκληση της μετασκευής των κτιρίων σε λιγότερο ενεργοβόρα στις ανεπτυγμένες πόλεις, όπου περίπου το 80% του κτιριακού αποθέματος που θα υφίσταται το 2050 έχει ήδη κατασκευαστεί, είναι τεράστια. Για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2050, τα ποσοστά των κτιρίων που θα αναβαθμίζονται ενεργειακά θα πρέπει να υπερβαίνουν το 3% ετησίως.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, ζωτικής σημασίας ρόλο θα μπορούσε να παίξει ο ηλεκτρισμός του δομημένου περιβάλλοντος και η στροφή των ενεργειακών δικτύων σε πιο πράσινες επιλογές, χώροq όπου η βιομηχανία ακινήτων έχει ελάχιστο άμεσο έλεγχο.
Οι κεντρικοί φορείς θα έπρεπε επίσης να σκεφτούν τις αστικές αναπλάσεις, την εφαρμογή κυκλικής οικονομίας, καθώς και θεσμικές παρεμβάσεις, μέσω των οποίων θα επιδοτείται η συνεργατικότητα και οι συνέργειες μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και θα μπορούσε να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη χρηματοδότηση του εγχειρήματος.
Οι πόλεις και τα ακίνητα, καταλήγει η έρευνα, είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής. Εντούτοις, για την επίτευξη των στόχων τους, απαιτείται δράση πέρα από την τρέχουσα νομοθεσία, με σκοπό τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και την προστασία των περιουσιακών στοιχείων – που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους, είτε πρόκειται για ιδιοκτήτες, κατασκευαστές, επενδυτές ή και τελικούς χρήστες.