Η μελέτη, με τίτλο «Επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους στη χημική βιομηχανία και προτάσεις αντιμετώπισης», παρουσιάστηκε στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών, με γνώμονα την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής χημικής βιομηχανίας σε ένα περιβάλλον πολλαπλών προκλήσεων που προκύπτουν από την πολιτική μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα και την αναγκαία προσαρμογή του κλάδου στη νέα στρατηγική της Ε.Ε. για τα βιώσιμα χημικά προϊόντα.
Καλωσορίζοντας τον Υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος κ. Κώστα Σκρέκα κατά την παρουσίαση της μελέτης, ο κ. Βασίλης Γούναρης, Α’ Αντιπρόεδρος του ΣΕΧΒ, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η χημική βιομηχανία έχει σημαντική συμβολή στην προστιθέμενη αξία της εγχώριας Μεταποίησης, αφού είναι ο κλάδος που υποστηρίζει σχεδόν όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Οι εξαγωγές χημικών, το 2021, σημείωσαν 27,1% αύξηση έναντι του 2020, ένδειξη της ισχυρής εξωστρέφειας του κλάδου. Η παραγωγικότητα εργασίας στον κλάδο είναι υψηλότερη έναντι της μέσης παραγωγικότητας στη Μεταποίηση, γεγονός που αντανακλάται στις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
Αναφερόμενος μάλιστα στις προκλήσεις της χημικής βιομηχανίας ο κ. Γούναρης επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) και οι στρατηγικές που την πλαισιώνουν, όπως η στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά, θέτουν σημαντικές προκλήσεις στη χημική βιομηχανία.
«Τα χημικά είναι παρόντα σχεδόν σε κάθε στρατηγική αλυσίδα αξίας, ενώ ο ρόλος της βιομηχανίας χημικών για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, ώστε να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι, είναι κομβικός. Οι νομοθετικές αλλαγές που προβλέπονται στη στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική επίπτωση στη δραστηριότητα της χημικής βιομηχανίας».
Στον χαιρετισμό του, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας αναφέρθηκε στις προτεραιότητες της κυβέρνησης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους: «Θετικό είναι το γεγονός ότι ως χώρα οδεύουμε πολύ πιο γρήγορα στην πράσινη μετάβαση, η οποία αποτελεί τη μόνιμη λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης» υπογράμμισε, για να συνεχίσει: «Η Ελλάδα δεν είναι παραγωγός χώρα φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά λιγνίτη χαμηλής ενεργειακής αξίας, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστική στον κλάδο της ενέργειας, λόγω της εξάρτησης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Σήμερα, μας δίνεται η ευκαιρία η χώρα μας να πρωταγωνιστήσει και να είναι ανταγωνιστική με την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή ενέργεια και άνεμος) οι οποίες αποτελούν προτεραιότητά μας ως κυβέρνηση. Στο τέλος του 2022, το 50% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα προέλθει από τις ΑΠΕ (8% από τα υδροηλεκτρικά και 42% από τις υπόλοιπες μορφές). Η χώρα μας έχει κάνει άλματα και συνεχίζει» τόνισε ο κ. Σκρέκας, επισημαίνοντας ότι: «Προχωράμε πολύ πιο γρήγορα από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια, το οποίο και αναθεωρούμε ώστε το 2030 να εντάξουμε πάνω από 12 GW AΠΕ, αυξάνοντας τη διείσδυσή τους στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας.
Εξοικονόμηση ενέργειας
Παράλληλα, έχουμε εστιάσει στην εξοικονόμηση ενέργειας, είτε αφορά τους οικιακούς χρήστες με την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών τους είτε τις επιχειρήσεις, με την εξοικονόμηση ενέργειας για τα κτιριακά των εμπορικών, βιομηχανικών επιχειρήσεων, την επιδότηση της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών, καθώς και συστημάτων παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το πρόγραμμα Ηλέκτρα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων του Δημοσίου, καθώς και η ηλεκτροκίνηση στις μεταφορές. Ο ρόλος της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα είναι σημαντικός, η χώρα μας έχει χημική βιομηχανία η οποία και χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη. Η χώρα μας, με τις νέες δυνατότητες που δημιουργούνται, μπορεί να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις στη χημική βιομηχανία».
Από την πλευρά του ο κ. Νίκος Βέττας, καθηγητής Οικονομικών, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ, τόνισε κατά την ομιλία του ότι η επίδραση της αύξησης του ενεργειακού κόστους δεν είναι μόνο άμεση, είναι και έμμεση μέσω των πρώτων υλών και δεν επηρεάζει μόνο τον κλάδο της χημικής βιομηχανίας αλλά κατ’ επέκταση και τους άλλους κλάδους, μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας των οποίων είναι η χημική βιομηχανία. Ο κ. Βέττας σημείωσε ότι αν και η οικονομία της Ελλάδας είναι μικρή σε μέγεθος, είναι εν τούτοις μια οικονομία με σφυγμό που πρέπει να περάσει κατεπειγόντως σε αύξηση ρυθμών μεγέθυνσης.
«Μετά το πέρας της πανδημίας έχουμε την έλευση του πληθωρισμού, καθώς και την ουκρανική κρίση που είχε ως συνέπεια τη μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους. Η χώρα μας βρίσκεται πάλι σε σταυροδρόμι. Η Ελλάδα αναπτύχθηκε το 2021 ταχύτερα από τον μ.ο. της Ε.Ε. (8,3% έναντι 5,7%), σχεδόν αντισταθμίζοντας τη βαθιά συρρίκνωση του 2020, αλλά με μεγάλο δημοσιονομικό κόστος».
Στην πολυεπίπεδη πρόκληση ενώπιον της οποίας βρίσκεται η χημική βιομηχανία, αναφέρθηκε ο κ. Γιώργος Μανιάτης, Υπεύθυνος τμήματος Κλαδικών Μελετών ΙΟΒΕ: «Η χημική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια πολλαπλή πρόκληση: την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στις παραγωγικές της διαδικασίες, τη συνεισφορά υλών και προϊόντων που θα επιτρέψουν τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος σε άλλους τομείς, την ενίσχυση της κυκλικότητας των προϊόντων με τη χημική ανακύκλωση, την επίτευξη του στόχου για ένα περιβάλλον χωρίς τοξικές ουσίες, ενώ παράλληλα θα πραγματοποιήσει την ψηφιακή μετάβαση. Για να ανταποκριθεί, απαιτούνται κατάλληλος σχεδιασμός και σημαντικές επενδύσεις που θα οδηγούν στην εξασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και την Ε.Ε.».
Αναφορικά με τις επιπτώσεις από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, ο κ. Μανιάτης επισήμανε ότι η αύξηση των τιμών ενέργειας εκτιμάται ότι προκάλεσε τον διπλασιασμό των ενεργειακών δαπανών της χημικής βιομηχανίας το 2021, τονίζοντας ότι αν οι τιμές ενέργειας δεν αποκλιμακωθούν κατά το τρέχον έτος, οι δαπάνες ενέργειας της χημικής βιομηχανίας εκτιμάται ότι θα ανέλθουν περαιτέρω στα 275 εκατ. ευρώ το 2022 ή στο 10,6% του συνολικού κόστους παραγωγής. Με τις επιδοτήσεις, η συνολική δαπάνη για αγορά ενέργειας περιορίζεται στα 200 εκατ. ευρώ ή στο 7,9% του συνολικού κόστους εισροών. Συγκριτικά δε με το 2020, εκτιμάται ότι θα είναι κατά 184% υψηλότερη.