Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στην πλειοψηφία των 45.000 εργαζομένων της Credit Suisse. Όταν επικοινώνησε μαζί της το Γαλλικό Πρακτορείο για να της ζητήσει σχόλιο για το δημοσίευμα, η UBS περιορίστηκε να αναφέρει πως δεν επιθυμεί να σχολιάσει προς το παρόν.
Τη 19η Μαρτίου, η UBS συμφώνησε να εξαγοράσει την Credit Suisse, υπό την πίεση των αρχών, έναντι 3 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (ισόποσου τιμήματος σε ευρώ). Κρίση φερεγγυότητας, έπειτα από σειρά σκανδάλων και σφοδρών επικρίσεων για τη διαχείριση κινδύνων, είχε σπρώξει την Credit Suisse στο χείλος της πτώχευσης.
Στα τέλη του 2022, οι δυο γίγαντες του ελβετικού τραπεζικού τομέα μετρούσαν περίπου 120.000 εργαζόμενους και συνεργάτες σε διεθνές επίπεδο, 37.000 στην ίδια την Ελβετία.
Σύμφωνα με το Bloomberg, το οποίο επικαλέστηκε δύο πηγές του ενημερωμένες σχετικά, η διεύθυνση της UBS έχει σκοπό να μειώσει το συνολικό προσωπικό του νέου ομίλου κατά περίπου 30%, με άλλα λόγια κατά περίπου 35.000 ανθρώπους.
Το πρακτορείο πρόσθεσε, βασιζόμενο στις ίδιες πηγές, πως οι εργαζόμενοι ενημερώθηκαν πως πρέπει να αναμένουν τρία κύματα καταργήσεων θέσεων εργασίας φέτος, με το πρώτο να προβλέπεται στα τέλη Ιουλίου και τα άλλα δύο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Οι υπάλληλοι της επενδυτικής τράπεζας Credit Suisse στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και σε υποκαταστήματά της στην Ασία αναμένεται πως θα είναι αυτοί που θα πληγούν περισσότερο.
Το ότι η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS θα οδηγούσε σε απολύσεις και καταργήσεις θέσεων εργασίας είχε ήδη προεξοφληθεί από αναλυτές. Οι θέσεις εργασίας επρόκειτο να είναι «η πιο δύσκολη πτυχή» της συγχώνευσης, προειδοποιούσε εξάλλου πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της UBS, ο Σέρτζο Ερμότι, κατά τη διάρκεια του Swiss Economic Forum. Κατά την άποψή του οι καταργήσεις θέσεων εργασίας ήταν αναπόφευκτες καθώς ορισμένες από τις δραστηριότητες των δύο τραπεζών αλληλοεπικαλύπτονται.