Ειδικότερα, ο δείκτης Z/Yen Global Financial Centres, ο οποίος εξετάζει 121 τοποθεσίες, έδειξε ότι το Λονδίνο παρέμεινε στη δεύτερη θέση με βαθμολογία 750 μονάδων, τρεις μονάδες υψηλότερα από την προηγούμενη εκτίμησή του τον Μάρτιο και κλείνοντας το "υπερατλαντικό" χάσμα με την πρώτη Νέα Υόρκη που συγκέντρωσε 764 βαθμούς.
Παρά την διατήρηση της πρώτης θέσης η βαθμολογία της έπεσε κατά μία μονάδα μέσα στους έξι μήνες. Το λεγόμενο "Big Apple" βρίσκεται στην κορυφή της εξαμηνιαίας κατάταξης από τότε που ξεπέρασε το Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 2018. Ωστόσο, η διαφορά Λονδίνου-Νέας Υόρκης μειώθηκε κατά 15 μονάδες τους τελευταίους 18 μήνες.
Η μέση βαθμολογία των κέντρων στον εν λόγω δείκτη υποχώρησε 0,42% από τον Μάρτιο, υποδηλώνοντας μικρή αλλαγή στην εμπιστοσύνη στον χρηματοπιστωτικό κλάδο ή στις προοπτικές για τις κορυφαίες οικονομίες του κόσμου, με αργή αλλά συνεχή ανάπτυξη και πτώση του πληθωρισμού.
Οι πέντε κορυφαίες τοποθεσίες παρέμειναν αμετάβλητες. Το Χονγκ Κονγκ ξεπέρασε τη Σιγκαπούρη για να διεκδικήσει την τρίτη θέση, με το Σαν Φρανσίσκο στην πέμπτη θέση.
Το Δουβλίνο ήταν το μόνο κορυφαίο κέντρο που κέρδισε περισσότερες από τέσσερις θέσεις, ανεβαίνοντας στη 14η από την 25η. Κάθε άλλος Ευρωπαϊκός προορισμός στην κορυφαία 20αδα – π.χ Φρανκφούρτη, Γενεύη, Παρίσι, Ζυρίχη και Λουξεμβούργο – σημείωσε πτώση στη βαθμολογία του.
«Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι προσδιορίζονται ως η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν τα χρηματοπιστωτικά κέντρα και
η ανάπτυξή τους», δήλωσε ο Mike Wardle, διευθύνων σύμβουλος της Z/Yen.
«Ωστόσο, η εμπιστοσύνη στα κορυφαία διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα παραμένει ισχυρή και πολλά εξ αυτών βελτίωσαν ή διατήρησαν την αξιολόγησή τους στον [δείκτη], με υψηλό βαθμό σταθερότητας στην κατάταξη» συμπληρώνει ο ίδιος.
Το top 10 του δείκτη Z/Yen ολοκληρώθηκε από το Σικάγο, το Λος Άντζελες, τη Σαγκάη, το Shenzhen και τη Φρανκφούρτη – οι δύο τελευταίες αντικαθιστούν τη Γενεύη και τη Σεούλ.
Ο δείκτης καταρτίστηκε χρησιμοποιώντας 143 παράγοντες που παρέχονται από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΟΣΑ και των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και 37.830 αξιολογήσεις μέσω ενός διαδικτυακού ερωτηματολογίου.