Μείωση του κύκλου εργασιών της Πλ. Θράκης στα €345,4 εκατ. το 2023
Μείωση του κύκλου εργασιών της Πλ. Θράκης στα €345,4 εκατ. το 2023

Μείωση του κύκλου εργασιών της Πλ. Θράκης στα €345,4 εκατ. το 2023

Τα καθαρά κέρδη του ομίλου διαμορφώθηκαν στα 17,76 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας κάμψη 31,1% σε ετήσια βάση.
RE+D magazine
23.04.2024

Το 2023, ο κύκλος εργασιών ανήλθε της Πλαστικά Θράκης ανήλθε σε €345,4 εκατ. έναντι €394,4 εκατ. το 2022, απόρροια και των ιστορικά υψηλών τιμών πρώτων υλών τους πρώτους μήνες του 2022.

O Όμιλος, όπως λέει σε σχετική ανακοίνωση, κατάφερε τη διατήρηση του όγκου πωλήσεων στα επίπεδα του 2022 (109,8 χιλ. τόνοι το 2023 έναντι 109,2 χιλ. τόνοι το 2022), υπό δυσμενείς εξωγενείς συνθήκες, όπως χαμηλότερη ζήτηση σε βασικούς κλάδους της οικονομίας (κατασκευές, αγροτικός τομέας) και σε σημαντικές αγορές όπου δραστηριοποιείται ο Όμιλος (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ).

Το συνολικό EBITDA διαμορφώθηκε στα €44,0 εκατ. ενισχυμένο κατά 2,4%, συγκριτικά με €43,0 εκατ. που ανήλθε το EBITDA της χρήσης 2022 από το παραδοσιακό χαρτοφυλάκιο προϊόντων. Σημειώνεται ότι, το EBITDA του 2022 έχει επηρεαστεί από έκτακτα κέρδη ύψους €5,3 εκατ., που προέκυψαν από τη διάθεση προϊόντων COVID-19, διαμορφώνοντας το συνολικό EBITDA στα €48,3 εκατ. Η αύξηση του επιπέδου επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας του 2023 ξεκάθαρα καταδεικνύει τη ανθεκτικότητα του Ομίλου να επιτυγχάνει σταθερή και επαναλαμβανόμενη κερδοφορία, ενώ η διατήρηση των πωληθέντων όγκων είναι επίσης μια ισχυρή ένδειξη των δυνατοτήτων του Ομίλου για περαιτέρω βελτίωση της οικονομικής απόδοσης του στο μέλλον.

Ως προς τα επίπεδα ρευστότητας του Ομίλου, ο καθαρός δανεισμός του Ομίλου ανέρχεται σε €16,3 εκατ., περιλαμβάνοντας και τις προθεσμιακές καταθέσεις ύψους €13,3 εκατ. Το χαμηλό επίπεδο Καθαρού Δανεισμού καταδεικνύει την ισχυρή χρηματοοικονομική θέση του Ομίλου και την ποιότητα του πελατειακού του χαρτοφυλακίου, τη δυνατότητα του να επενδύει διατηρώντας χαμηλά τον Καθαρό του Δανεισμό, διανέμοντας παράλληλα σημαντικά υψηλότερα μερίσματα, συγκριτικά με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ταυτόχρονα, από χρηματοοικονομικής σκοπιάς, ο Όμιλος έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί οποιασδήποτε επιχειρηματική ευκαιρία, που τυχόν θα προκύψει, για την περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη του.

Τα καθαρά κέρδη του ομίλου διαμορφώθηκαν στα 17,76 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας κάμψη 31,1% σε ετήσια βάση. 

Το προγραμματισμένο επενδυτικό πλάνο €30 εκατ. σε ταμειακή βάση έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς με την υλοποίηση κρίσιμων έργων στους δύο βασικούς τομείς δραστηριοποίησης του Ομίλου, στις εγκαταστάσεις του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της νέας επένδυσης στα Θερμοκήπια Θράκης, με την περαιτέρω επέκταση των Θερμοκηπίων κατά 65 στρέμματα.

Αναφορικά με την ετήσια κερδοφορία για το 2024, η Διοίκηση λαμβάνοντας υπόψιν την έντονη αβεβαιότητα για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και ειδικότερα της Ευρώπης είχε διαμορφώσει την εκτίμηση ότι η κερδοφορία EBITDA του 2024 θα κυμανθεί σε υψηλότερα επίπεδα από το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, αν και δεν αναπροσαρμόζει τους αρχικούς ετήσιους στόχους της, η πρόσφατη κρίση στη Μέση Ανατολή διαμορφώνει νέες συνθήκες αβεβαιότητας, οι επιπτώσεις των οποίων είναι αδύνατο τη δεδομένη χρονική στιγμή να προσδιοριστούν, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε εκτίμηση για την ετήσια κερδοφορία είναι εξαιρετικά επισφαλής, ενώ η Διοίκηση του Ομίλου παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να υλοποιήσει τις ενέργειες που απαιτούνται, για να μην αποκλίνει από το σχεδιασμό της.

Για το πρώτο τρίμηνο του 2024, γίνεται η εκτίμηση ότι η λειτουργική κερδοφορία του Ομίλου (EBITDA) σε απόλυτα μεγέθη θα είναι υψηλότερη από το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, κατά 5%-10% ως τάξη μεγέθους, ως αποτέλεσμα των ενεργειών που ήδη λαμβάνουν χώρα από τις Διοικήσεις των εταιρειών και τις ομάδες πωλήσεων, αλλά και της απόδοσης των νέων προϊόντων και συνεργασιών. Ειδικότερα, σε επίπεδο ζήτησης, παρατηρείται σταθερότητα στη ζήτηση στους κλάδους υποδομών και συσκευασίας, αύξηση στη ζήτηση για προϊόντα του αγροτικού τομέα, ενώ η ζήτηση στον κλάδο των κατασκευών παραμένει ακόμα αδύναμη.