Οι τροποποιήσεις που προτείνονται επιταχύνουν τη διαδικασία έξωσης και διευρύνουν τις δυνατότητες των ιδιοκτητών να ανακτούν τα ακίνητά τους, ακόμα και όταν δεν υπάρχει οφειλή. Συγκεκριμένα, ο νέος νόμος περιλαμβάνει δύο βασικές αλλαγές.
Η πρώτη αλλαγή αφορά το δικαίωμα του εκμισθωτή να αιτείται διαταγή απόδοσης του μισθίου όχι μόνο σε περιπτώσεις καθυστέρησης μισθωμάτων, όπως συνέβαινε έως σήμερα, αλλά και με τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης, ακόμα και αν ο ενοικιαστής καταβάλλει κανονικά το συμφωνημένο ενοίκιο. Πρόκειται για ένα ουσιώδες βήμα που μετατρέπει τη λήξη της μίσθωσης σε αυτόματη αφορμή έξωσης, αφαιρώντας από τους ενοικιαστές τη δυνατότητα να παραμείνουν στο ακίνητο πέραν της λήξης του συμβολαίου, ακόμη και με την καλή πίστη και συνέπεια στην πληρωμή του μισθώματος.
Αυτή η αλλαγή έρχεται να καλύψει ένα νομικό κενό που επέτρεπε μέχρι σήμερα σε αρκετούς μισθωτές να παρατείνουν τη διαμονή τους καταβάλλοντας το παλιό, χαμηλότερο μίσθωμα, αποφεύγοντας την άμεση απομάκρυνσή τους από το ακίνητο. Το πρόβλημα ήταν έντονο κυρίως σε περιοχές όπου οι τιμές των ενοικίων έχουν εκτοξευτεί, όπως στο κέντρο της Αθήνας με μεγάλη διείσδυση των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων (τύπου Airbnb). Πλέον, με τη νέα ρύθμιση, ο εκμισθωτής αποκτά το δικαίωμα να κινήσει διαδικασίες έξωσης άμεσα μόλις λήξει το συμβόλαιο.
Η δεύτερη ουσιαστική αλλαγή αφορά το ποιος είναι πλέον αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης. Μέχρι σήμερα, αυτή η διαδικασία γινόταν μέσω δικαστικής οδού και την απόφαση λάμβανε δικαστής. Με το νέο πλαίσιο, την αρμοδιότητα αναλαμβάνουν πλέον δικηγόροι, που είναι μέλη των κατά τόπους δικηγορικών συλλόγων. Αυτή η αλλαγή εξομοιώνει τη διαταγή απόδοσης με τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, επιταχύνοντας σημαντικά την όλη διαδικασία και περιορίζοντας τη συμμετοχή της Δικαιοσύνης. Ως αποτέλεσμα, η έξωση θα μπορεί να επιβάλλεται πολύ πιο άμεσα και χωρίς την εκδίκαση της υπόθεσης από αρμόδιο δικαστή.
Με βάση τις νέες ρυθμίσεις, η επίδοση εξώδικης πρόσκλησης παράδοσης του μισθίου από τον εκμισθωτή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν τη λήξη του συμβολαίου, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας. Μετά την επίδοση της διαταγής, η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να ξεκινήσει μόλις δύο μήνες αργότερα.