Ειδικότερα:
-Σε σχέση με την ενιαία αγορά επισημαίνεται ότι σήμερα χρειάζονται 100 μήνες για τη διερεύνηση παραβάσεων στην ενιαία αγορά, την εξέταση της παράβασης από το ευρωπαϊκό δικαστήριο και την εφαρμογή των αποφάσεων από τα κράτη-μέλη ενώ η άρση υφιστάμενων φραγμών μπορεί να προσθέσει επιπλέον Euro713 δισ. στην οικονομία της ΕΕ μέχρι το 2029.
-Για το διοικητικό βάρος σημειώνεται ότι κοστίζει ποσό ίσο με το 4 % του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ενδεικτικά χρειάζονται 1-6 χρόνια για ολοκλήρωση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ενώ κατά την περίοδο 2017-2000 προστέθηκαν 850 νέες ρυθμιστικές υποχρεώσεις σε 5.400 σελίδες νομοθεσίας για επιχειρήσεις.
-Για την επαναβιομηχάνιση αναφέρεται πως παρά τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η ΕΕ, "Το τρίγωνο «ενεργειακό κόστος - κόστος πράσινης μετάβασης - διεθνής ανταγωνιστικότητα» βρίσκεται σε προφανή έλλειψη ισορροπίας, εντείνοντας τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης στην ΕΕ". Το 2020 η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ μειώθηκε στο 16,3 % από 25 % το 2000.
-Ως προς την αγορά εργασίας υπογραμμίζεται ότι το 54% των πολιτών της ΕΕ έχει βασικές ψηφιακές δεξιότητες ενώ για το 46% των επιχειρήσεων, η έλλειψη χεριών με ψηφιακές δεξιότητες περιορίζει τις παραγωγικές δυνατότητες. Προτείνεται η ενίσχυση της κατάρτισης, καθς και η διαμόρφωση ειδικότερων πολιτικών για την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης στην εργασία. Επίσης οι οδηγίες εργασιακής/κοινωνικής πολιτικής να είναι αποτέλεσμα συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων και εργαλείο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
-Τέλος για την κυκλική οικονομία ο ΣΕΒ αναφέρει πως η ΕΕ έχει έλλειμμα 33,5 δισ. Ευρώ από την εισαγωγή πρώτων υλών, παρότι η χρήση ανακυκλωμένων μειώνει την εξάρτηση και αμβλύνει τους κινδύνους διακυμάνσεων τιμών και διαθεσιμότητας πόρων. Ο ΣΕΒ προτείνει αύξηση των ανακυκλώσιμων υλικών, ενσωμάτωση πράσινων κριτηρίων στις δημόσιες προμήθειες και ενθάρρυνση της επανεκβιομηχάνισης εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ Δρ. Γιώργος Ξηρογιάννης επισήμανε σχετικά: «Η ανθεκτικότητα της εγχώριας βιομηχανίας στις κρίσεις, οι μεταρρυθμίσεις της Πολιτείας και η εμπιστοσύνη των επενδυτών αποτελούν πηγές αισιοδοξίας για την Ελλάδα. Όμως, σε ένα κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει το μέγεθος να προχωρήσει μόνη, πόσο μάλλον μία μικρότερη. Στην ευρωεκλογές αποφασίζουμε αν και πως θα συμμετέχουμε στη συζήτηση για την ευρωπαϊκή επανεκκίνηση μιας και η πρόοδος της Ελλάδας βασίζεται σε επιλογές μας που διαμορφώνουν μια ΕΕ της εξέλιξης, της συνοχής και του ταλέντου».