Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της τελευταίας έκδοσης της τακτικής παγκόσμιας έρευνας της ΕΥ, Future Consumer Index (FCI), στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 23.000 καταναλωτές σε 30 χώρες.
Οι καταναλωτές επιστρέφουν στα φυσικά καταστήματα για να καλύψουν ανάγκες που η τεχνητή νοημοσύνη (AI) και η τεχνολογία, από μόνες τους, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Συγκεκριμένα, το 57% των καταναλωτών που συμμετείχαν στην έρευνα θέλουν να «δουν», να «αγγίξουν» και να «αισθανθούν» τα προϊόντα πριν τα αγοράσουν, ενώ το 68% αναζητούν συμβουλές από ειδικούς για αγορές μεγάλης αξίας, ώστε να διασφαλίσουν ότι κάνουν καλά ενημερωμένες επιλογές.
Η έρευνα επισημαίνει, επίσης, ότι, ενώ το 68% των καταναλωτών δέχονται με ευχαρίστηση και εμπιστεύονται εξατομικευμένες από την AI ενημερώσεις για προσφορές και προωθητικές ενέργειες, το 49% δεν είναι ικανοποιημένοι από τα «έξυπνα» chatbots που δεν απαντούν με αποτελεσματικό τρόπο στα ερωτήματά τους. Ένα επιπλέον 33% ανησυχούν ότι οι συστάσεις που δημιουργούνται από την AI δείχνουν προκατάληψη προς συγκεκριμένα προϊόντα ή μάρκες.
Συνδυασμός τεχνολογίας και προσωποποιημένης προσέγγισης
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προκλήσεις, η έρευνα προτείνει στις επιχειρήσεις που έρχονται σε επαφή με τους καταναλωτές, να συνδυάσουν τις προσωποποιημένες υπηρεσίες με την τεχνολογία. Η επιτυχία τόσο των brands όσο και των εταιρειών λιανικής, έγκειται στην επίτευξη της «τέλειας ισορροπίας» - στην προσέλκυση, δηλαδή, του πελάτη την κατάλληλη στιγμή, με ένα μήνυμα ή μία προσφορά που τον αφορά και που μπορεί να εμπιστευθεί.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι υπάρχει επίσης ένα «κενό» στην ψηφιακή εμπειρία εξυπηρέτησης του πελάτη, το οποίο η τεχνολογία από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει. Για παράδειγμα, το 26% των ερωτώμενων αναφέρουν ότι τους προβληματίζει η επιστροφή χρημάτων ή η αλλαγή ή αντικατάσταση προϊόντος, όταν πραγματοποιούν online αγορές. Παράλληλα, τo 30% αναφέρθηκαν, επίσης, στην κακή εξυπηρέτηση/υποστήριξη πελατών και τη δυσκολία σύνδεσης με έναν επαγγελματία εξυπηρέτησης πελατών.
Οι καταναλωτές που «μένουν στο σπίτι», επενδύουν σε εμπειρίες
Ενώ οι καταναλωτές επιστρέφουν στα φυσικά καταστήματα για αγορές υψηλής αξίας, η έρευνα αποκαλύπτει ότι το σπίτι εξακολουθεί να εξελίσσεται σε ένα κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλο και περισσότερες καταναλωτικές δραστηριότητες. Μετά την πανδημία, όλο και περισσότεροι καταναλωτές απομακρύνονται από τις υπηρεσίες «άνεσης» (convenience services) και το digital streaming, και δεν ενδιαφέρονται τόσο να ακολουθήσουν τις τελευταίες τάσεις, ξοδεύοντας λιγότερα στην παρόδοση ειδών μαναβικής (38%), υπηρεσίες streaming (35%), μόδα (35%), καλλωπισμό ( 37%) και ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης (41%). Αντίθετα, πολλοί στρέφονται σε έναν πιο «προσγειωμένο» τρόπο ζωής, με το 68% να επανεξετάζουν το πώς ξοδεύουν τον χρόνο τους. Για παράδειγμα, σχεδόν οι μισοί (47%) σκοπεύουν να μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι, έναντι 39% πριν ένα χρόνο.
Αυτή η προτίμηση για εμπειρίες στο σπίτι έναντι των υπηρεσιών «άνεσης», αποτελεί την αντίδραση στις παρατεταμένες πληθωριστικές πιέσεις που συνεχίζουν να δυσχεραίνουν τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών. Η έρευνα δείχνει ότι 85% των καταναλωτών ανησυχούν για τα οικονομικά τους, ενώ 72% θα αναζητήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή αξία από τις αγορές τους (value for money) στο μέλλον, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την οικονομική προσιτότητα των ειδών μαναβικής και άλλων βασικών ειδών.
Αυτή η τάση δεν περιορίζεται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες (Gen X και baby boomers) – το 38% των οποίων σχεδιάζουν να περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Πάνω από τα δύο πέμπτα (43%) των νεότερων γενεών (Gen Z και millennials) – που συχνά θεωρούνται ως οι πιο κοινωνικές – στρέφονται, επίσης, στις δραστηριότητες στο σπίτι. Σύμφωνα με την έρευνα, περισσότεροι από τους μισούς (54%) νεότερους καταναλωτές σχεδιάζουν να μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι, ενώ 37% σχεδιάζουν να δέχονται φίλους στο σπίτι συχνότερα.
Αυξάνεται η προτίμηση στο private label
Η κρίση κόστους ζωής και οι πληθωριστικές πιέσεις, έχουν αντίκτυπο στην προτίμηση των καταναλωτών για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) έναντι επώνυμων προϊόντων. Ενώ κατά την έναρξη της σειράς ερευνών FCI, το 2020, λιγότεροι από ένας στους τρεις καταναλωτές ανέφεραν ότι επέλεγαν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έναντι των επώνυμων προϊόντων ως απάντηση στο αυξανόμενο κόστος, η παρούσα έκδοση έρευνα υπογραμμίζει ότι αυτή η τάση αποτελεί πλέον μία μια μόνιμη συνήθεια. Το 66% των ερωτώμενων θεωρούν ότι η φθηνότερη αυτή εναλλακτική, ικανοποιεί τις ανάγκες τους εξίσου καλά με τα επώνυμα προϊόντα, ενώ 38% δηλώνουν ότι δε σχεδιάζουν να επιστρέψουν σε επώνυμα προϊόντα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την έρευνα, η τάση αυτή δεν περιορίζεται στις ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος. Οι καταναλωτές με υψηλότερο εισόδημα σχεδιάζουν, και αυτοί, να αγοράζουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στο μέλλον και το εξετάζουν σε κάθε κατηγορία, συμπεριλαμβανομένων των φρέσκων τροφίμων (60%), των ειδών φροντίδας σπιτιού (56%), των συσκευασμένων τροφίμων (52%), των ρούχων, παπουτσιών και αξεσουάρ (49%), των ειδών προσωπικής φροντίδας (49%), και των ειδών καλλωπισμού και των καλλυντικών (39%).
Σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα Future Consumer Index της EY, οι εταιρείες λιανικής καταβάλουν συστηματικές προσπάθειες να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία, προωθώντας επιθετικά την ιδιωτική ετικέτα – με ράφια στο ύψος των ματιών και τοποθετήσεις στις μπροστινές θέσεις των καταστημάτων – αυξάνοντας, επίσης, την γκάμα των προϊόντων που προσφέρουν. Επιπλέον, αντί να μιμούνται απλώς τα επώνυμα προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή, προσφέρουν μια σειρά από επιλογές και αναλύουν τα δεδομένα που συλλέγουν από τα σημεία πώλησης, για να εντοπίσουν έγκαιρά τις νέες τάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκονται πλέον σε ισχυρή θέση να ανταποκριθούν στις υπό διαμόρφωση συμπεριφορές και στις ανάγκες των καταναλωτών.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Θάνος Μαύρος, Εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες, EY Ελλάδος και Επικεφαλής του Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της ΕΥ στην Ελλάδα και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δήλωσε: «Από την τελευταία έκδοση της παγκόσμιας έρευνας Future Consumer Index, θα πρέπει να κρατήσουμε δύο σημαντικά συμπεράσματα: πρώτον, ότι μία σημαντική μερίδα καταναλωτών, εξακολουθεί να προτιμά τα φυσικά καταστήματα, καθώς προβληματίζεται με τις online αγορές, και αναζητά την επαφή τόσο με την επιχείρηση όσο και το προϊόν. Την ίδια ώρα, υπό την πίεση του κόστους ζωής, οι καταναλωτές περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι, γύρω από το οποίο λαμβάνονται όλο και περισσότερες αγοραστικές αποφάσεις. Οι νέες ανάγκες των καταναλωτών, απαιτούν την ανάπτυξη μιας πολυκαναλικής προσέγγισης, με την αξιοποίηση καταναλωτικών δεδομένων, της τεχνητής νοημοσύνης, και του ανθρώπινου στοιχείου, που θα θέτει τον καταναλωτή στο επίκεντρο, δημιουργώντας προσωποποιημένες εμπειρίες υψηλής προστιθέμενης αξίας».