Επιπλέον θα συμβάλει στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια, μειώνοντας κατά συνέπεια και τους λογαριασμούς ενέργειας για τους καταναλωτές.
Στο πλαίσιο αυτό γίνονται ήδη συζητήσεις για εξαίρεση των κρατικών δαπανών για προσιτή στέγη από τους δημοσιονομικούς κανόνες
Η ΕΕ μέχρι σήμερα δεν είχε άμεση αρμοδιότητα στην πολιτική στέγασης, που παραδοσιακά αποτελεί ευθύνη εθνικών και τοπικών αρχών. Ωστόσο, η στεγαστική κρίση εξελίσσεται πλέον σε μείζον πολιτικό ζήτημα, ωθώντας την Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για πρόβλημα ευρωπαϊκής διάστασης που απαιτεί κοινή λύση — γεγονός που οδήγησε και στη δημιουργία της νέας θέσης αυτής του Επιτρόπου Κατοικίας.
«Η κρίση έχει φθάσει στο σημείο όπου άνθρωποι με κανονικά εισοδήματα δεν μπορούν πλέον να ζήσουν σε πολλές πόλεις – το κόστος είναι απαγορευτικό», δήλωσε ο Επίτροπος Κατοικίας Γεργκενσεν, σημειώνοντας ότι απαιτείται μια «ολιστική» προσέγγιση: ενίσχυση της προσφοράς προσιτών κατοικιών, διευκόλυνση επενδύσεων και αναθεώρηση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων.
Το 2024, το κόστος στέγασης στην ΕΕ ξεπέρασε το 40% -κόκκινη γραμμή για την ΕΕ- του διαθέσιμου εισοδήματος για το 9,8% των νοικοκυριών στις πόλεις της ΕΕ και το 6,3% των νοικοκυριών σε αγροτικές περιοχές.
Από το 2010 έως το β’ τρίμηνο του 2025, τα ενοίκια στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά σχεδόν 29%, ενώ οι τιμές αγοράς κατοικιών εκτοξεύθηκαν άνω του 60%. Οι κατασκευαστικές δαπάνες σημείωσαν άνοδο έως και 48% από το 2010 έως το 2023. Μεταξύ 2015 και 2024, οι τιμές των κατοικιών στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 53%.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι Έλληνες καθώς πάνω από το ένα τέταρτο των νοικοκυριών (29%) που ζουν σε πόλεις είχαν κόστος στέγασης άνω του 40% του εισοδήματός τους, ενώ περίπου το 35,5% του εισοδήματος χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη του κόστους στέγασης το 2024, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Το υπό διαμόρφωση σχέδιο για την προσιτή κατοικία, θα συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές και θα διευκολύνει την κατασκευή νέας προσιτής και κοινωνικής κατοικίας.
Το σχέδιο φιλοδοξεί ακόμη να συμβάλει και στην απελευθέρωση του δυναμικού του κατασκευαστικού τομέα. Ο τομέας περιλαμβάνει 3,2 εκατομμύρια επιχειρήσεις (εκ των οποίων το 99,9 % είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και το 90 % πολύ μικρές επιχειρήσεις), οι οποίες παρέχουν 23 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και αντιπροσωπεύουν το 10 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ.