Παρόλο που η πλήρης απασχόληση (20–44 ώρες) παραμένει ο κανόνας, σημαντικά ποσοστά εργαζομένων βιώνουν είτε υπερεργασία είτε εργασία περιορισμένου ωραρίου.
Σε επίπεδο ΕΕ, το 10,8% των απασχολούμενων εργάστηκε περισσότερες από 45 ώρες την εβδομάδα.
Το υψηλότερο ποσοστό αυτών καταγράφηκε στην Ελλάδα, όπου σχεδόν ένας στους πέντε εργαζόμενους (20,9%) εργάζεται υπερωριακά.
Ακολουθούν η Κύπρος με 16,6% και η Μάλτα με 14,6%. Αυτά τα στοιχεία ενδέχεται να αντανακλούν τόσο την ανάγκη των πολιτών αυτών των χωρών να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, όσο και την ευρύτερη εργασιακή κουλτούρα που ευνοεί τις πολλές ώρες απασχόλησης.
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά υπερωριακής εργασίας (άνω των 45 ωρών) παρατηρούνται στη Βουλγαρία (2,5%), τη Λετονία (4,1%) και τη Ρουμανία (5,9%). Αυτά τα ευρήματα πιθανώς σχετίζονται με διαφορετικές οικονομικές συνθήκες ή με τη δομή της αγοράς εργασίας των χωρών αυτών.
Η πλειονότητα των εργαζομένων στην ΕΕ, συγκεκριμένα το 72,3%, εργάζεται από 20 έως 44 ώρες την εβδομάδα – κάτι που θεωρείται φυσιολογικό για πλήρη απασχόληση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τα υψηλότερα ποσοστά σε αυτή την κατηγορία καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (92,8%), τη Ρουμανία (90,6%) και τη Λετονία (86,9%), γεγονός που υποδηλώνει έναν πιο "τυπικό" εργασιακό ρυθμό χωρίς ακραίες υπερβάσεις ωρών.
Τέλος, το 16,9% των εργαζομένων στην ΕΕ εργάζεται λιγότερο από 19 ώρες την εβδομάδα, κάτι που συνδέεται συνήθως με μερική απασχόληση. Το υψηλότερο ποσοστό αυτής της κατηγορίας παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες, με την Ολλανδία να πρωτοστατεί (26,8%), ακολουθούμενη από τη Δανία (25,5%) και την Αυστρία (25,3%). Αυτή η τάση αντανακλά πιθανόν μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας και ευνοϊκότερες πολιτικές για μερική απασχόληση ή εργασία με μειωμένο ωράριο.
Αντίθετα, οι χαμηλότερες τιμές παρατηρούνται στη Ρουμανία (3,5%), τη Βουλγαρία (4,6%) και την Ελλάδα (6,1%), γεγονός που δείχνει ότι η μερική απασχόληση δεν είναι τόσο διαδεδομένη ή ενδεχομένως δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή για τους εργαζόμενους αυτών των χωρών.