Στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες
Στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες

Στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες

Η πώληση των μετοχών σε οποιαδήποτε από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες συνάδει πλήρως με την αποστολή του ΤΧΣ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αντανακλά την πρόοδο του τραπεζικού τομέα.
Share Copy Link
RE+D magazine
12.01.2023

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικαιροποίησης της Στρατηγικής Αποεπένδυσης η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο του νόμου (3864/2010 ), έχει συμφωνηθεί με τα εμπλεκόμενα μέρη και έχει λάβει την έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών.

Οπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση η Στρατηγική Αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές που ορίζονται στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ καθώς και όλες τις σχετικές νομικές και κανονιστικές διατάξεις. Ο Νόμος αναδεικνύει την αποεπένδυση σε κεντρική επιλογή του ΤΧΣ, εξίσου σημαντική με την κύρια αποστολή του που αφορά τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος για χάρη του δημόσιου συμφέροντος, και καθορίζει ως ορίζοντα ολοκλήρωσής της το τέλος του 2025, που είναι η ημερομηνία λήξης της λειτουργίας του Ταμείου.

Πριν αποφασίσει να επιδιώξει μια πώληση μετοχών, το ΤΧΣ θα λάβει υπόψη τις υποχρεώσεις του για την χρηματοοικονομική σταθερότητα καθώς και τη εξασφάλιση δίκαιης αξίας για τις συμμετοχές του. Σε κάθε περίπτωση, θα ακολουθήσει μια διαφανή και ανταγωνιστική διαδικασία, διατηρώντας παράλληλα την αρμόζουσα εμπιστευτικότητα.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποεπένδυσης, το ΤΧΣ θα επιδιώκει να ενισχύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του, παρότι ο σχεδιασμός, η δομή, η διαδικασία και η εκτέλεση των επι μέρους συναλλαγών θα είναι προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών.

Το ΤΧΣ δεν θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένο χρονισμό ή αλληλουχία συναλλαγών εντός του συνολικού πλαισίου εκποίησης με ορίζοντα τριετίας, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η εμπορική αξία του χαρτοφυλακίου του. Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι οι μεμονωμένες συναλλαγές αποτελούν σημείο αναφοράς για τις επόμενες που θα σχεδιαστούν και θα εκτελεστούν υπό το φως των τότε επικρατουσών συνθηκών.