Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι:
• σύστημα κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ πετρελαίου ή φυσικού αερίου) χρησιμοποιεί το 46,6% του συνολικού πληθυσμού για να θερμάνει την κατοικία του, 48,1% χρησιμοποιεί κάποιο σύστημα ατομικής θέρμανσης (σόμπες ξύλου ή υγραερίου, ηλεκτρικά κλιματιστικά, θερμοσυσσωρευτές, ατομικοί λέβητες πετρελαίου), 4,2% χρησιμοποιεί μη σταθερή συσκευή θέρμανσης (ηλεκτρικό καλοριφέρ, αερόθερμο, σόμπα αλογόνου κ.λπ.), 0,4% χρησιμοποιεί τηλεθέρμανση ενώ ποσοστό 0,8% διαβιεί σε κατοικία που δεν θερμαίνεται.
Το 38,7% του φτωχού πληθυσμού χρησιμοποιεί σύστημα κεντρικής θέρμανσης για την θέρμανση της κατοικίας του, 53,9% ατομική θέρμανση, 6,0% μη σταθερή θέρμανση, 0,2% τηλεθέρμανση, ενώ το 1,3% διαβιεί σε κατοικία που δεν θερμαίνεται.
Το 48,4% του μη φτωχού πληθυσμού χρησιμοποιεί σύστημα κεντρικής θέρμανσης για την θέρμανση της κατοικίας του, 46,7% ατομική θέρμανση, 3,8% μη σταθερή θέρμανση, 0,4% τηλεθέρμανση και 0,6% διαβιεί σε κατοικία που δεν θερμαίνεται.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (47,1%) δηλώνει ως κύρια πηγή ενέργειας για θέρμανση το πετρέλαιο. Το ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού που δηλώνει την συγκεκριμένη πηγή ενέργειας εκτιμάται σε 48,3%, ενώ για τον φτωχό πληθυσμό εκτιμάται σε 42,2%.
Το 21,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι θερμαίνεται με καυσόξυλα. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 10,3%
Το 20,6% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε σαν κύρια πηγή ενέργειας θέρμανσης της κατοικίας του την ηλεκτρική. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 21,1% και 20,5%.
Το 17,3% του συνολικού πληθυσμού δηλώνει ως κύρια πηγή ενέργειας για θέρμανση της κατοικίας το φυσικό αέριο. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 13,1% και 18,2%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (88,0%) δήλωσε ότι δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία τα τελευταία πέντε χρόνια που αφορά στη θερμομόνωση ή στο σύστημα θέρμανσης. Ανάλογα εκτιμάται το ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό (87,3%) και τον φτωχό πληθυσμό (91,2%).