Την μετοχή της ΔΕΗ αναβάθμισε η Standard & Poor's
Την μετοχή της ΔΕΗ αναβάθμισε η Standard & Poor's

Την μετοχή της ΔΕΗ αναβάθμισε η Standard & Poor's

Ο επενδυτικός οίκος προχώρησε πρόσφατα και στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Share Copy Link
RE+D magazine
03.05.2022

Στην βαθμίδα ΒΒ- από Β+ αναβάθμισε την μετοχή της ΔΕΗ με σταθερό outlook ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's.

Στην έκθεσή του ο οίκος επισημαίνει ότι η πρόσθετη κερδοφορία από την παραγωγή ενέργειας χρηματοδοτεί την επιδότηση των καταναλωτών καθώς και ότι η πιθανή επιβολή φορολογίας από την κυβέρνηση στα "ουρανοκατέβατα κέρδη" του κλάδου της ενέργειας θα έχει μικρή επίπτωση στην επιχείρηση, καθώς τα περιθώρια κέρδους στη λιανική είναι πολύ χαμηλά.

Ο επενδυτικός οίκος προχώρησε στην αναβάθμιση της ΔΕΗ σε συνέχεια της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας στις 22 Απριλίου, με το σκεπτικό ότι αν χρειαστεί, το Δημόσιο που κατέχει το 34% των μετοχών, έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να στηρίξει την επιχείρηση.

Σύμφωνα με την έκθεση:

-Η ΔΕΗ παραμένει προστατευμένη από την αύξηση των τιμών της ενέργειας που ξεκίνησε το 2021, εξαιτίας της καθετοποιημένη λειτουργίας της και της πολιτικής ασφάλισης (hedging) που εφαρμόζει. Ωστόσο μπορεί να προκύψουν δευτερογενείς επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού, στο επίπεδο της δυσκολίας των καταναλωτών να πληρώσουν τους λογαριασμούς.

-Η αυξητική τάση των λειτουργικών αποτελεσμάτων (EBITDA) αναμένεται να συνεχιστεί. Προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 1 δισ. ευρώ το 2023, από 845 εκατ. το 2020 και 871 εκατ. το 2021.

-Οι επενδύσεις αναμένεται επίσης να επιταχυνθούν, σε 2 δισ. ευρώ το χρόνο από 435 εκατ. το 2021.

-Η ρευστότητα μετά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και την πώληση του 49 % του ΔΕΔΔΗΕ βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.

Η S&P αναφέρει ότι περαιτέρω αναβάθμιση της επιχείρησης (ευμενές σενάριο) μπορεί να αποφασιστεί αν συνεχιστεί η εφαρμογή του στρατηγικού σχεδίου μετασχηματισμού της επιχείρησης και η βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων. Το δυσμενές σενάριο περιλαμβάνει αντίθετα την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών από τους καταναλωτές, την καθυστέρηση του προγράμματος απολιγνιτοποίησης και το ενδεχόμενο πώλησης του 34,1 % των μετοχών του Δημοσίου.