Οπως λένε οι ξενοδόχοι "κατά την τελευταία περίοδο διαπιστώνεται μια αισθητή υποχώρηση της θεσμικής προσοχής προς τον τουρισμό ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι η συμβολή του στην εθνική οικονομία τείνει να θεωρείται δεδομένη, χωρίς την απαραίτητη συνέχεια σε μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του".
Η εφετινή τουριστική περίοδος, λέει η Ομοσπονδία, παρά τις επιμέρους θετικές ενδείξεις, εμφάνισε σημάδια επιβράδυνσης σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας ενώ καθόλου ενθαρρυντικές δεν είναι και οι ενδείξεις για την επόμενη χρονία. Ο τουρισμός παρουσιάζει υψηλή ελαστικότητα στην τιμή. Επίσης, είναι εξαγωγικός τομέας με διεθνή προσανατολισμό, που λειτουργεί σε περιβάλλον οξύτατου ανταγωνισμού και αξιολογείται καθημερινά στη διεθνή αγορά, επηρεάζεται δε άμεσα από κάθε μορφή επιβάρυνσης.
Η φορολογία
"Οι υψηλότεροι έμμεσοι φόροι στη Μεσόγειο και από τους υψηλότερους στην Ευρώπη (ΦΠΑ διαμονής, τέλος ανθεκτικότητας στη κλιματική κρίση και δημοτικά τέλη, που στην πράξη μάλιστα στερούνται ανταποδοτικότητας – τα σχετικά στοιχεία επιβεβαιώνονται από πρόσφατη μελέτη της PwC για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ, την οποία και θα σας αποστείλουμε), σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ενέργειας και των πρώτων υλών, αλλά και το υψηλό ακόμα (παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών) μη μισθολογικό κόστος, λειτουργούν ανασταλτικά στην ανταγωνιστικότητα" αναφέρει η ΠΟΞ και συνεχίζει: "το έλλειμμα που έχουμε ακόμα σε δημόσιες υποδομές, όπως στις μεταφορές, τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης ή τη διαχείριση απορριμμάτων, περιορίζει τη συνολική εμπειρία των επισκεπτών και μειώνει την ελκυστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Παράλληλα, η παρατεταμένη καθυστέρηση στην έκδοση του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τον Τουρισμό
εντείνει την αβεβαιότητα στους εν δυνάμει επενδυτές, καθώς απουσιάζει ένα σαφές και θεσμοθετημένο πλαίσιο για τον χωρικό σχεδιασμό, αποθαρρύνοντας την υλοποίηση βιώσιμων επενδύσεων και υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του τομέα".
Ο ξενοδοχειακός κλάδος αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού, όχι μόνο ως βασικός πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας, αλλά και ως σημαντικός εργοδότης. Εδώ και περισσότερες από πέντε δεκαετίες διέπεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία παρέμεινε ενεργή ακόμη και στα χρόνια των μνημονίων και για το τρέχον έτος προβλέπει αυξήσεις άνω του 5%, με κατώτατο μισθό, στην χαμηλότερη κατηγορία, τα €950 (με την πλειονότητα των επιχειρήσεων που λειτουργούν ιδίως στους μεγάλους τουριστικούς προορισμούς να καταβάλλουν πολύ υψηλότερους μισθούς), καθώς και τη σύσταση Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης, μια καινοτόμος πρωτοβουλία που ενισχύει την επαγγελματική ασφάλεια και επιβραβεύει την παραμονή των εργαζομένων στον κλάδο.
Τα μέτρα
Οι ξενοδόχοι προτείνουν την λήψη των εξής μέτρων που εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στην θωράκιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας και στης ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του:
- Μείωση του ΦΠΑ διαμονής, προκειμένου να συγκλίνει τόσο με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και με ανταγωνίστριες στον τομέα μεσογειακές χώρες.
- Μείωση του τέλους ανθεκτικότητας στη κλιματική κρίση και ρητή πρόβλεψη της ανταποδοτικότητάς του. Το ποσό που θα προκύψει από τη μείωση θα πρέπει να καλυφθεί από άλλους κλάδους της οικονομίας, καθώς η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι συλλογική ευθύνη και δεν μπορεί να βαρύνει αποκλειστικά τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
- Πρόβλεψη της υποχρεωτικής ανταποδοτικότητας των δημοτικών τελών και διαφάνεια στην εφαρμογής της.
- Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ιδίως σε κλάδους όπως ο ξενοδοχειακός όπου οι εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονται με ΣΣΕ, με αποτέλεσμα οι ελάχιστες καταβαλλόμενες αποδοχές να είναι σαφώς υψηλότερες των νομίμων με την εντεύθεν ενίσχυση των εσόδων του ΕΦΚΑ.
- Ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού για τον Τουρισμό και των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων.
- Θέσπιση ενός ολοκληρωμένου και αυστηρού πλαισίου λειτουργίας της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η οποία παρά τις πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί το τελευταίο διάστημα εξακολουθεί να λειτουργεί ανεξέλεγκτα.
- Μείωση του κόστους μετακίνησης μέσω του περιορισμού της φορολογικής επιβάρυνσης των καυσίμων.
- Αύξηση της διαφημιστικής δαπάνης.
- Αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός δημοσίων υποδομών.