Η κεντρική ιδέα ξετυλίγεται στο σημείο τομής παράλληλων διερευνήσεων που σχετίζονται με την ιδιαίτερη τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής, με τον προσανατολισμό, τις θέες, και αντίστοιχα με τα χαρακτηριστικά των κυκλαδίτικων οικισμών ως προς την κλίμακα, την πυκνότητα και το ύφος τους.
Ο συνθετικός χειρισμός δεν προτείνει θεαματικές χειρονομίες, εστιάζει στο ριζωμένο στο βάθος του χρόνου τοπικό ιδίωμα. Επιδιώκει να «κάνει πολλά με ότι υπάρχει ήδη εκεί», όπως θα έλεγε ο Jean–Philippe Vassal.
Ερμηνεύοντας πιο ελεύθερα τις ισοϋψείς και το οφιοειδές όριο της ακτογραμμής, διατηρεί επίσης μία πλάγια σχέση με τα γλυπτά του Richard Serra. Πρόθεση του σχεδιασμού δεν ήταν να δημιουργηθεί ένα «κτιριακό συγκρότημα-μνημείο», αλλά ένα ανοικτό σύστημα που εμπεριέχει στη φιλοσοφία του την έννοια της «ευεξίας» επιτρέποντας στο φως, στον αέρα και στο πράσινο, στην αλλαγή των εποχών και των χρωμάτων, να περνάνε εντός του.
Ως πρωταρχικό μέλημα τέθηκε εξαρχής η προοπτική μιας
πολυαισθητηριακής εμπειρίας μέσα στη φύση προκειμένου να αφυπνιστούν
σχέσεις που λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουν παραμεληθεί.
Ο γενικός σχεδιαστικός καμβάς ακολουθεί τις δυνάμεις του πεδίου, θέτει όρια, διαιρεί, παράλληλα ενώνει, παράγει χώρο. Με τους μονώροφους όγκους οργανωμένους σε μία βασική σπονδυλική στήλη που σχηματίζουν ο πυρήνας με τις δημόσιες λειτουργίες, το πλέγμα των πεζοδρόμων και ο περιμετρικός δακτύλιος, τόσο η διάρθρωση του master plan όσο και η αρχιτεκτονική γλώσσα αφουγκράζονται την εγγενή λιτότητα της τοπικής αρχιτεκτονικής. Η κεντρική πλατεία —τόπος αρχετυπικός, γεμάτος μνήμες και προσδοκίες— αντιμετωπίζεται ως καρδιά του συνόλου.
Προσανατολισμένη προς το πανόραμα της θέας εναρμονίζεται με το τοπίο, και ταυτόχρονα τα διακριτά μέρη της ρυθμίζουν τις ροές των κινήσεων και τις στάσεις σύμφωνα με τις λειτουργίες που εξυπηρετούν: κτίριο υποδοχής, εστιατόριο, ταβέρνα, χώρος δρώμενων. Με σαφή αναφορά στο πολιτισμικό-κοινωνικό υπόβαθρο των κυκλαδίτικων οικισμών, το κέντρο του συγκροτήματος μεταμορφώνεται σε τόπο γιορτής της ίδιας της ζωής. Ο επισκέπτης βιώνει μία συνεχή, ρέουσα εμπειρία από λειτουργία σε λειτουργία, από τις «ορισμένες» και πιο «επίσημες», στις πιο «αφηρημένες» και «καθημερινές».
Ακολουθώντας τη γεωμετρική τυχαιότητα της γενικής διάταξης, όπως σχηματοποιείται στο ίχνος των γλυπτικών, λίθινων τοίχων κατά μήκος του δικτύου πεζοδρόμων, τα κτίρια καταλυμάτων από πέτρα και κάποια από σοβά ενσωματώνονται ισορροπημένα στους εδαφικούς κυματισμούς. Οι προστατευμένες, μεσογειακές αυλές τους ανοίγονται προς τη θέα αποτελώντας συνέχεια των εσωτερικών χώρων, το «μέσα» με το «έξω» ενοποιείται. Πέργκολες και στοιχεία σκιασμού από ακατέργαστο ξύλο και πλεκτές, ψάθινες φολίδες συμπληρώνουν τους κτιριακούς όγκους παρέχοντας μία φυσική αίσθηση. Η λεπτότεχνη κατασκευή τους παραπέμπει σε παραδοσιακές τεχνικές.
Η ποιητική των υλικών έχει τον δικό της
συμβολισμό, το δικό της λεξιλόγιο, ενώ η αλληλεπίδραση με το φως, το
φυσικό και το ηλεκτρικό, επιτρέπει να αναδειχθούν αναπάντεχες σχέσεις
και αντιθέσεις μαγνητίζοντας το βλέμμα. Δημόσιοι και ιδιωτικοί «κήποι»
αγκαλιάζουν τα κτίσματα, που θυμίζουν εδαφική προέκταση, σαν ανασήκωμα
του τοπίου. Η φύση κυριαρχεί. Μικροί οπωρώνες, λαχανόκηποι,
δεντρολίβανα, θυμάρια, αρμπαρόριζες, λεβάντες και ελιές, και σποραδικά
πεύκα και κυπαρίσσια, συμπληρώνουν το πράσινο συνεισφέροντας στη
δημιουργία μεσογειακού, εύκρατου μικροκλίματος. Η διαμόρφωση του
περιβάλλοντος χώρου με λιθόστρωτα και σταθεροποιημένο χώμα εντείνει τη
γαιώδη ομοιοχρωμία, ενώ η υδροπερατότητά τους επιτρέπει την υπόγεια
συλλογή των ομβρίων υδάτων και την αξιοποίησή τους στην άρδευση.
Συνολικά, ο σχεδιασμός στόχευσε στη δημιουργία ενός βιώσιμου,
βιοποικίλου οικοσυστήματος προάγοντας την ιδέα της αειφορίας. Το «Slow Living Resort» είναι απαλό,
προσαρμόζεται στο φυσικό ανάγλυφο, κάπου υποχωρεί σημειακά, και
ταυτόχρονα δηλώνει την παρουσία του. «Απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου, σε
ένα συνεχές, βιωματικό παρόν υπάρχει ο άνθρωπος».