UBS: Μειώνει τις προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ στο 4% το 2022
UBS: Μειώνει τις προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ στο 4% το 2022

UBS: Μειώνει τις προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ στο 4% το 2022

Για ποιους λόγους παραμένουν αισιόδοξοι οι αναλυτές για την πορεία της Ελλάδας
Ειρήνη Θεοφανίδου
28.04.2022

«Σε σύγκριση με την άποψή μας τον Μάρτιο, αναγνωρίζουμε περισσότερους αντίθετους ανέμους για την ανάπτυξη στην Ελλάδα» αναφέρει σε ανάλυσή της η UBS με τίτλο «Ελλάδα: περισσότεροι αντίθετοι άνεμοι - αλλά συνολικά παραμένουμε εποικοδομητικοί».

Οι αναλυτές του οίκου προχώρησαν σε μείωση των προβλέψεών τους για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 4,0% το 2022 από 5,5% προηγουμένως. Αυτό αντανακλά κυρίως τέσσερις δυνάμεις: α) τη μικρότερη μεταφορά ανάπτυξης από το 2021, β) την προς τα κάτω αναθεώρηση στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο 2,9% εφέτος, γ) το γεγονός ότι τα δεδομένα υψηλής συχνότητας συνεπάγονται μια πιο ήπια εκκίνηση για το πρώτο τρίμηνο του 2022 και δ) το γεγονός ότι ο πληθωρισμός γίνεται μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη. 

Ωστόσο, όπως λέει η έκθεση, η νέα πρόβλεψη για το ΑΕΠ παραμένει πάνω από τις πρόσφατες επίσημες προβλέψεις του 3,5% με 3,8% (ΔΝΤ, Τράπεζα της Ελλάδος) και την εκτίμηση των αναλυτών στο 3,2%. Οι βασικοί κίνδυνοι σε αυτές τις προβλέψεις είναι οι υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων/ενέργειας και ένα περαιτέρω πλήγμα στην ανάπτυξη και την εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη.

Οι αντίθετοι άνεμοι

Οι βασικοί «σκόπελοι» για την περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι: 

Πρώτον, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ υποχώρησε σημαντικά στο +0,4% από τρίμηνο σε τρίμηνο σε διαδοχικούς όρους το δ’ τρίμηνο του 2021 με αναθεωρήσεις προς τα κάτω στο γ’ και το β’ τρίμηνο. Η βραδύτερη ανάπτυξη αντανακλούσε την αδυναμία στις κατασκευές και σε αρκετές υπηρεσίες και θα μπορούσε επίσης να σχετίζεται με αυστηρότερους περιορισμούς το 4ο τρίμηνο του 2021. Αυτό μείωσε τη μεταφορά στο 2022 στο 1,6%.

Δεύτερον, σε διαδοχικούς όρους, και οι τρεις δείκτες υψηλής συχνότητας που ακολουθούμε συρρικνώθηκαν μέχρι στιγμής το πρώτο τρίμηνο έναντι του τέταρτου τριμήνου του 2021: «βιομηχανία (-3,2% τρίμηνο προς τρίμηνο), λιανικές πωλήσεις (-1,1%) και ταξινομήσεις αυτοκινήτων (- 1,7%). Ωστόσο, δεν υπάρχουν δεδομένα υψηλής συχνότητας για πολλές υπηρεσίες, όπου το επιχειρηματικό κλίμα παρουσίασε περαιτέρω βελτίωση. Αυτό καθιστά πιθανό ότι η αύξηση του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου θα μπορούσε επίσης να είναι μέτρια σε διαδοχικούς όρους.

Τρίτον, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός της Ελλάδας αυξήθηκε στο 8,0% ετησίως τον Μάρτιο, καταγράφοντας τον υψηλότερο ρυθμό από το 1996. Ο ρυθμός σχεδόν διπλασιάστηκε σε τρεις μήνες έναντι 4,4% ετησίως τον Δεκέμβριο του 2021. Πάνω από το 40% της αύξησης του πληθωρισμού το διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου εξηγείται από τη συνιστώσα στέγασης (συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου), ενώ ένα άλλο 40% εξηγείται από το άλμα του πληθωρισμού των τροφίμων (8,2% ετησίως) και την άνοδο των χρεώσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων (5,2% ετησίως).

Παράγοντες που στηρίζουν την αισιόδοξη άποψη

Στο σημείωμα της UBS οι αναλυτές επισημαίνουν τέσσερις παράγοντες που υποστηρίζουν την θετική τους άποψη για την ελληνική οικονομία.

Πρώτον, τόσο τα δεδομένα για την κινητικότητα του πληθυσμού όσο και η δραστηριότητα δείχνουν ορατές βελτιώσεις τον Ιανουάριο-Απρίλιο του 2022 και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στο πρώτο τρίμηνο έφτασε στο καλύτερο σημείο από το 2000 - με τη βοήθεια του καλύτερου κλίματος της βιομηχανίας, των υπηρεσιών και των κατασκευών.

Δεύτερον, οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας παρέμειναν άθικτες τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο και η αύξηση των κατώτατων μισθών αναμένεται να βοηθήσει στη δυναμική του εισοδήματος των νοικοκυριών. Επιπλέον, τα νοικοκυριά έχουν κάποια αποθέματα ασφαλείας (αύξηση των καταθέσεων) για να αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό και η κυβέρνηση έχει επίσης κινητοποιήσει νέους πόρους για να βοηθήσει.

Τρίτον, οι εισροές κεφαλαίων της ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν βασικό παράγοντα εφέτος με περίπου 16 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ διαθέσιμο για απορρόφηση.

Τέταρτον, τα έσοδα από τον τουρισμό συνέχισαν να αποδίδουν πολύ καλά τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο (τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 300%) και η νωρίτερη έναρξη της σεζόν (1η Μαρτίου) σε συνδυασμό με την χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων μεταξύ Μαΐου-Αυγούστου θα επιτρέψουν στον κλάδο να σημειώσει και πάλι ισχυρά κέρδη.