Σύμφωνα με την ΤτΕ, το υψηλό δημόσιο χρέος δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, η παρούσα Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε μια περίοδο κατά την οποία η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος έχουν υπονομεύσει την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα και έχουν προκαλέσει βίαιη αλλαγή στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και στις προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία η παγκόσμια οικονομία ανέκαμπτε δυναμικά από τις επιπτώσεις της πανδημίας και των επακόλουθων δυσχερειών στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Τώρα όμως, σημειώνει ο Γ. Στουρνάρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή διαταραχή: αφενός την περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού και αφετέρου τον κίνδυνο μεγάλης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας ή και ύφεσης.
"Καμπανάκι" για τον πληθωρισμό
Η ΤτΕ προειδοποιεί ότι «η αύξηση του μέσου πληθωρισμού σε επίπεδα πάνω από αυτά της ευρωζώνης ενδέχεται να επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται εγρήγορση, ώστε να μην εισέλθει η οικονομία σε μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών. Ο πληθωρισμός αναμένεται στο 7,6% το 2022.
Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και το α ́ τρίμηνο του 2022, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διαμόρφωση του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να μετριάσουν τον υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό στη συνέχεια του έτους.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις του βασικού σεναρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη (3,8%) που είχε δημοσιευθεί στην Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2022. Η αναθεώρηση αντανακλά την περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας στην οικονομία, λόγω της συνεχιζόμενης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους και των τιμών εν γένει.
Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί στο 4,1%, ενώ και για το 2024 εκτιμάται ότι θα είναι σχετικά υψηλός, στο 3,6%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική κρίση θα αποκλιμακωθεί έως το τέλος του 2022 και ότι οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν.
Η εγχώρια δημοσιονομική πολιτική αντέδρασε στις δυσμενείς συνθήκες με εφαρμογή στοχευμένων και προσωρινών μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την ταχεία άνοδο των τιμών της ενέργειας, χρησιμοποιώντας τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Σύμφωνα με επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι (NGEU).
Ωστόσο, συνεχίζει, εξαιτίας των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου 2020-2022, τόσο το δημόσιο χρέος όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν αυξηθεί. Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο υλοποίησης αρνητικών μακροοικονομικών σεναρίων, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους του επίσημου τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.
Η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είχε ως αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξηθούν συγκριτικά περισσότερο από ό,τι οι αποδόσεις άλλων ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Αυτό οφείλεται στο ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι πιο ευάλωτα, επειδή η πιστοληπτική τους αξιολόγηση υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και στο μικρό βάθος της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων.
Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2022 σημειώθηκαν και θετικές εξελίξεις, όπως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους DBRS και Standard and Poor’s, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία σε μία μόλις βαθμίδα. Η περαιτέρω αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από τους προαναφερθέντες οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης θα είναι ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, διότι θα φέρει τα ελληνικά ομόλογα εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Αυτό θα ωφελήσει το Ελληνικό Δημόσιο, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, θα ωφελήσει όμως ακόμη περισσότερο τον ιδιωτικό τομέα και τις τράπεζες, ενώ θα συμβάλει και στην προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.
Οι προκλήσεις για το χρηματοπιστωτικό κλάδο
Ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε και οι καταθέσεις τους υποχώρησαν το πρώτο τετράμηνο του 2022, από τα πολύ υψηλά επίπεδα των προηγούμενων μηνών, χωρίς να επηρεάζεται η υψηλή ρευστότητα της οικονομίας. Η προαναγγελθείσα μεταβολή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ προς πιο περιοριστική κατεύθυνση, με σκοπό την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, με μια πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, αναμένεται να οδηγήσει σε άνοδο των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων.
Στον τραπεζικό τομέα, το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε, ενώ σημειώθηκε υποχώρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, χωρίς να παραβιάζονται τα ελάχιστα εποπτικά επίπεδα. Η αντιμετώπιση των εναπομενουσών προκλήσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, θα στηρίξει την ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στις ανάγκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Θετικές ειδήσεις
Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές θετικές ειδήσεις. Η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον προσεχή Αύγουστο, η ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΚΤ για την αποτροπή του κατακερματισμού των αγορών χρήματος και κεφαλαίων στην ευρωζώνη, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων από δύο διεθνείς οίκους, η πολύ θετική πορεία των ταξιδιωτικών εισπράξεων και η ανακοίνωση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα από σημαντικές εταιρείες του εξωτερικού αποτελούν αξιοσημείωτες εξελίξεις που ενισχύουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.