Ειδικότερα, από τις 03/07/2024 με το νόμο 5116 (ΦΕΚ Α΄100, κεφάλαιο Β΄, άρθρο 5) κάθε επιχείρηση με ετήσια ακαθάριστα έσοδα (κατά το εκάστοτε προηγούμενο φορολογικό έτος) άνω των 2 εκατ. ευρώ πρέπει υποχρεωτικά να ασφαλίζεται έναντι δασικής πυρκαγιάς, πλημμύρας και σεισμού.
Η κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον υλικές ζημιές που θα συμβούν σε ιδιόκτητες κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, εξοπλισμό, αποθέματα κι εν γένει στα στοιχεία του ενεργητικού, για ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%) της συνολικής αξίας αυτού. Παράλληλα, από την ίδια ημερομηνία οι υπόχρεες επιχειρήσεις δεν θα αποζημιώνονται από το κράτος για τις απώλειες από τους παραπάνω κινδύνους και θα επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 10.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη νέα νομοθεσία.
Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Καρούσης διευθύνων σύμβουλος του ασφαλιστικού Ομίλου The Business Insurance (ΤΒΙ) που εξειδικεύεται στον τομέα των επιχειρηματικών ασφαλίσεων, με τη συμβολή της ιδιωτικής ασφάλισης η σύγχρονη ελληνική επιχείρηση μπορεί να αισθάνεται 100% ασφαλής, αλλά ταυτόχρονα να συμπεριφέρεται και σαν κάτι να μην έχει ασφαλιστεί σωστά. Η υποστήριξη από την πολιτεία με σύμμαχο τη νέα τεχνολογία δημιουργούν συνδυαστικά νέες συντεταγμένες για την περαιτέρω ενίσχυση της ασφαλιστικής αντίληψης του Έλληνα επιχειρηματία.
Ωστόσο, δημιουργείται προβληματισμός για την υλοποίηση των όποιων αποφάσεων, καθώς ο συνδυασμός της υποχρεωτικότητας ασφάλισης και των έντονων καιρικών φαινομένων και πυρκαγιών με τις προκλήσεις του κρατικού μηχανισμό και των δημοσιων υποδομών είναι τουλάχιστον εκρηκτικός, εκτιμά ο κ.Καρούσης.
Ως Ασφάλιση νοείται η κάλυψη των οικονομικών συνεπειών από την επέλευση ενός κινδύνου (Νόμος 2496/ ΦΕΚ 87/τ.Α'/16.5.1997), δηλαδή της πιθανότητας πραγματοποίησης ενός τυχαίου κι αιφνίδιου ζημιογόνου γεγονότος, η οποία καθορίζεται από την αναλογιστική μελέτη. Όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα, τόσο αυξάνεται το ασφάλιστρο, ενώ αν ο κίνδυνος είναι βέβαιος, τότε είναι μη ασφαλίσιμος.
Επομένως επιχειρήσεις σε περιοχές υψηλού κινδύνου (πχ Θεσσαλία), ή επιχειρήσεις με επικίνδυνη δραστηριότητα, όπως εργοστάσια πλαστικών, αντιμετωπίζουν απαγορευτικά ασφάλιστρα ή ακόμη κι απόρριψη του αιτήματος ασφάλισης, διαφορετικά παραβιάζεται η αναλογιστική επιστήμη. Δηλαδή θα παρουσιαστούν φαινόμενα όπου οι ασφαλιστικές εταιρίες θα αρνηθούν να αναλάβουν (βέβαιους) κινδύνους, ενώ το κράτος θα υποχρεώνει τους επιχειρηματίες να ασφαλιστούν χωρίς να τους παρέχει κρατικές αποζημιώσεις και καταλογίζοντάς τους πρόστιμο.
Συνεπώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του κ. Καρούση, το κράτος οφείλει να υποστηρίξει τόσο τον ασφαλιστικό θεσμό όσο και τους καταναλωτές-επιχειρηματίες. Αντιπλημμυρικά κι αντιπυρικά έργα, φοροελάφρυνση, επιδοτήσεις κι έκδοση χαμηλότοκων δανείων θα μπορούσαν να είναι αρωγοί αυτής της προσπάθειας. Σαφώς, παράλληλα πρέπει να υπάρχει σωστός θεσμικός έλεγχος για το εάν τηρούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις, σίγουρα όμως καλό είναι να σχεδιαστεί ένας μηχανισμός που θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τις ασφαλιστικές εταιρίες να ανταπεξέλθουν βιώσιμα στις όποιες απαιτήσεις.