Η επιστολή διαμορφώθηκε από 12 ευρωπαϊκές και διεθνείς ενώσεις, που αντιπροσωπεύουν μια ευρεία συμμαχία
ενδιαφερομένων με δραστηριοποίηση στους τομείς των επενδύσεων σε ακίνητα, και υποδομές. Η
πρωτοβουλία υποστηρίζεται από εταιρείες με έδρα τη Γαλλία, τη Γερμανία, την
Ιταλία, το Λουξεμβούργο και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι εταιρείες, παρότι υποστηρίζουν πλήρως τον αγώνα της Επιτροπής
κατά της φοροαποφυγής, αντιτίθενται στην εν λόγω πρωτοβουλία, καθώς θεωρούν ότι
μπορεί να οδηγήσει σε καταχρηστικές φορολογικές πρακτικές, ενώ παράλληλα
τονίζουν ότι η εφαρμογή της είναι πρόωρη, δεδομένου ότι ορισμένα σημαντικά
μέτρα στον εν λόγω τομέα εφαρμόστηκαν πρόσφατα και ο αντίκτυπός τους δεν έχει αξιολογηθεί
επαρκώς.
Ιδιαίτερα επισημαίνεται η απουσία ορισμού της έννοιας «εικονική οντότητα», η οποία μπορεί να
οδηγήσει στη στόχευση εταιρειών με λιγότερους υπαλλήλους ή άλλες διαφοροποιήσεις,
οι οποίες είχαν δημιουργηθεί για νόμιμους επιχειρηματικούς σκοπούς. Επομένως, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει ότι κάθε νέα πρωτοβουλία στοχεύει
αποκλειστικά σε εικονικές οντότητες που αποσκοπούν στη φοροαποφυγή.
Όπως τόνιζουν οι φορείς, είναι σημαντικό η Επιτροπή να καταστήσει σαφές ότι υπάρχουν εταιρείες, όπως είναι οι εταιρείες περιουσιακών στοιχείων, και ότι η δραστηριοποίηση τους σε τομείς όπως η διαχείριση ακινήτων και η διαχείριση επενδύσεων ευρύτερα, βασίζεται σε απολύτως θεμιτούς εμπορικούς, νομικούς, ρυθμιστικούς, λογιστικούς ή κοινωνικούς, σκοπούς.
Ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων έντασης κεφαλαίου, τα ακίνητα απαιτούν
συχνά σημαντικές δαπάνες για να υποστηρίξουν επενδύσεις – ενώ και οι
τράπεζες συχνά επιμένουν σε τέτοιου είδους διασφαλίσεις για να προστατεύσουν
την ασφάλεια των στεγαστικών δανείων τους.
Οι εν λόγω νομικές οντότητες διασφαλίζουν
την απομόνωση των υποχρεώσεων και των πιθανών νομικών αξιώσεων έναντι κάθε
περιουσιακού στοιχείου ή χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων. Είναι εξαιρετικά
σημαντικό να μην προκαλείται πρόσθετη φορολογική
επιβάρυνση από διπλή φορολογία του εισοδήματος από επενδύσεις.
Όπως αναφέρεται,
είναι θεμελιώδης ιδέα πολλών επιχειρηματικών μοντέλων διαχείρισης επενδύσεων
ότι το προσωπικό, οι εγκαταστάσεις και άλλες ανάγκες της επιχείρησης δεν
παρέχονται από τον ίδιο τον φορέα εκμετάλλευσης επενδύσεων αλλά από έναν
διαχειριστή επενδύσεων/περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας. Παράλληλα,
εφαρμογή «τιμωρητικών» μέτρων προς τις «εικονικές εταιρείες» θα ήταν επιζήμια
και αντιπαραγωγική για τις επενδύσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Η επιστολή
κλείνει δίνοντας έμφαση στη μεγάλη συμβολή των εμπορικών
ακινήτων, στην Ευρωπαϊκή οικονομία,
με βάση τα κέρδη, τις επενδύσεις και το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό, καθώς
και του ζωτικού ρόλου των ακινήτων για την οικονομία, την κοινωνία και το
περιβάλλον συνολικά, ενώ παράλληλα καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε περαιτέρω
διάλογο.
Για το πλήρες κείμενο της επιστολής πατήστε εδώ.