Σε αντίθεση με την κρίση χρέους που αντιμετώπισε προ δεκαετίας, αυτή τη φορά το shock είναι εξωγενές. Πρόκειται ίσως για την ισχυρότερη ενεργειακή κρίση στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ένα μεταπανδημικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από παράλληλη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και αναταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων, η παγκοσμίου κλίμακας γεωπολιτική σύγκρουση που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επεκτάθηκε στον ενεργειακό τομέα.
Στην παρούσα φάση, λαμβάνονται πρωτοβουλίες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) ενόψει του επερχόμενου χειμώνα. Το μεγάλο ενεργειακό κόστος πλήττει ανεξαιρέτως όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 9,1% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο, με τον ΕνΔΤΚ-ενέργεια να καταγράφει αύξηση κατά 38,3%, ενώ στην Ελλάδα ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε 11,1%. Οι ακόλουθοι παράγοντες, ωστόσο, ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά:
Η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, ξεπερνά το 1/4. Ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου (95%).
Το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας ανέρχεται σε 7,6% και είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Η εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2022 με το μερίδιό του επί των εισαγωγών φυσικού αερίου να έχει διαμορφωθεί περίπου σε 34% από 45% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Παράλληλα, έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) (+54% σε ετήσια βάση).
Η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τουλάχιστον στις τρέχουσες έκτακτες συνθήκες, προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της και να μειωθεί η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Σημειώνεται ότι ήδη, το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν αυξημένο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Το ύψος των μέτρων στήριξης έναντι του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους που έχει λάβει η Ελλάδα, από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι και τον Ιούλιο του 2022, είναι το υψηλότερο στην ΕΕ-27, ως ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%), ενώ η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, τον Σεπτέμβριο, θα διαμορφωθούν σε Ευρώ 1,9 δισ.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η βιομηχανία και τα νοικοκυριά καταναλώνουν κυρίως ηλεκτρισμό (40% και 35% επί της κατανάλωσής τους, αντίστοιχα), ενώ το φυσικό αέριο εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά αναγκαία την περαιτέρω μείωση της συνεισφοράς του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.
Στο παρόν Δελτίο παρατίθενται οι πρόσφατες εξελίξεις στο ενεργειακό τοπίο, ενώ επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς ενέργειας της χώρας μας και τις αναληφθείσες πρωτοβουλίες που έχουν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην παρούσα συγκυρία.
Οι τρέχουσες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας
Η Ρωσία έχει ήδη διακόψει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Φινλανδία, τη Δανία και την Ολλανδία, ενώ τις έχει περιορίσει σε άλλα κράτη όπως στη Γερμανία και την Ιταλία. Επιπλέον, πρόσφατα η Gazprom ανακοίνωσε την αναστολή των παραδόσεων φυσικού αερίου στον γαλλικό όμιλο Engie και την επ’ αόριστον διακοπή της λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 1. Οι εξελίξεις αυτές έχουν εντείνει τις ανησυχίες για ραγδαία κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, γεγονός που έχει οδηγήσει σε εκ νέου μεγάλη άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου. Η τιμή του συμβολαίου φυσικού αερίου TTF της Ολλανδίας, η οποία είναι η τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, διαμορφώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου στα Ευρώ 244,5 η μεγαβατώρα (Γράφημα 1α), έχοντας υποχωρήσει από τα Ευρώ 340 η μεγαβατώρα που κατέγραψε στις 26 Αυγούστου. Ωστόσο, η τιμή του φυσικού αερίου έχει σημειώσει άνοδο κατά 273% από τις αρχές του έτους και περίπου κατά 373% τους τελευταίους δώδεκα μήνες.
Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου έχει συμπαρασύρει προς τα πάνω και την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Η τιμή του γερμανικού προθεσμιακού συμβολαίου ηλεκτρικής ενέργειας για το επόμενο έτος (Germany Power Baseload Forward Year 1), η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, έχει αυξηθεί από τις αρχές του έτους κατά 185% (μέχρι 05.09.2022), ενώ, εντός του Αυγούστου, αυξήθηκε κατά 59%. Στην Ελλάδα, η μεσοσταθμική τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έχει ακολουθήσει έντονα ανοδική πορεία από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μετά. Βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων του ΑΔΜΗΕ, τον Ιούλιο η μεσοσταθμική τιμή διαμορφώθηκε περίπου στα Ευρώ 364 η μεγαβατώρα (Γράφημα 1β), ενώ τον Αύγουστο εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο.
Η υποχώρηση της τιμής του φυσικού αερίου που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στοιχεία για το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, στις 29 Αυγούστου το εν λόγω ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε στο 80,2%, έναντι 66,9% το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, κινούμενο κοντά στον μέσο όρο των αντίστοιχων ημερομηνιών της περιόδου 2011-2020 (81,7%). Επιπλέον, επιτυγχάνεται πολύ νωρίτερα ο στόχος που είχε τεθεί για 80% κάλυψη των αποθηκευτικών χώρων μέχρι την 1η Νοεμβρίου.
Τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ενέργειας
Ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων στη χώρα μας ενδέχεται να είναι πιο ήπιος σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά τους επόμενους μήνες, εξαιτίας αφενός των καιρικών συνθηκών, οι οποίες καθιστούν τις ανάγκες για θέρμανση τους χειμερινούς μήνες σχετικά περιορισμένες, αφετέρου ορισμένων χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς.
Συγκεκριμένα:
1. Κατανομή τελικής κατανάλωσης ενέργειας (για ενεργειακή χρήσηi): Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το 2020:
α) ανά τομέα: στη χώρα μας η βιομηχανία καταναλώνει το 17,4% της συνολικής ποσότητας ενέργειας, σημαντικά χαμηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και της Ευρωζώνης (26,1%) αλλά και της Γερμανίας (28%). Το 35,5% της τελικής κατανάλωσης για ενεργειακή χρήση στην Ελλάδα προέρχεται από τις μεταφορές, το 29,6% από τα νοικοκυριά και ακολουθούν οι εμπορικές και δημόσιες υπηρεσίες (13,1%) και οι λοιποί τομείς (4,3%). Σημειώνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούν στο 2020, δηλαδή το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης όταν η κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 6% συνολικά και κατά 15% στις μεταφορές, σε ετήσια βάση.
β) ανά προϊόν: το 50,8% της τελικής κατανάλωσης στην Ελλάδα αφορά στο πετρέλαιο και τα παράγωγα προϊόντα πετρελαίου, έναντι 35% στην ΕΕ-27, ενώ το ποσοστό που καταλαμβάνει το φυσικό αέριο ανήλθε σε μόλις 7,6%, με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 21,9%. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ωστόσο, καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου στη χώρα μας (28,2%), σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (23,2%), ενώ η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιοκαύσιμα αφορά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-27 σχεδόν το 12% της συνολικής ποσότητας.
2. Ενεργειακό μίγμα της παραγωγής ηλεκτρισμού: Σε ό,τι αφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 40% προέρχεται από φυσικό αέριο, έναντι 20% στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας στην προσπάθεια απολιγνιτοποίησης της παραγωγής και της υποκατάστασης των στερεών καυσίμων με φυσικό αέριο και ανανεώσιμές πηγές ενέργειας. Παρά την πτώση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ωστόσο, το ποσοστό τους παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (13,7% και 12,6% αντίστοιχα). Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι σημαντικά χαμηλότερος (8,3%), καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Φινλανδία χρησιμοποιούν σε σημαντικό ποσοστό πυρηνική ενέργεια στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα βιοκαύσιμα παρήγαγαν το 37% του ηλεκτρισμού το 2020, στην Ελλάδα, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (39%). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ («Μηνιαίο Δελτίο Ενέργειας», Ιούνιος, Ιούλιος 2022), από τον Ιούνιο και μετά, η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται, ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου μειώνεται. Συγκεκριμένα, ο λιγνίτης αντιπροσώπευε τον Ιούνιο το 10,8% του συνολικού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής, έναντι 6% τον Ιούνιο του 2021, ενώ το εν λόγω ποσοστό τον Ιούλιο διαμορφώθηκε σε 13,4%, από 8% τον ίδιο μήνα του 2021.
3. Διαφοροποίηση της κατανομής των εισαγωγών φυσικού αερίου: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εισαγωγές αερίου μέσω του αγωγού Turkstream (σημείο εισόδου Σιδηρόκαστρο) μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, ενώ άνοδο κατά 13,4% σημείωσαν οι εισαγωγές ενέργειας από τον αγωγό TAP μέσω Αζερμπαϊτζάν (σημείο εισόδου Νέα Μεσημβρία). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον αγωγό Turkstream διοχετεύεται φυσικό αέριο, μεταξύ άλλων, σε χώρες που διατηρούν συγκριτικά καλές σχέσεις με τη Ρωσία, γεγονός το οποίο μειώνει τις πιθανότητες διακοπής της ροής φυσικού αερίου από την εν λόγω πηγή. Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτη αύξηση κατέγραψαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (σταθμός Ρεβυθούσα-σημείο εισόδου Αγία Τριάδα), με το ποσοστό τους να αντιστοιχεί στο 44,5% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα, έναντι 31% πέρυσι. Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ρωσικό αέριο ως ποσοστό επί των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου ανήλθε σε 34%, από 45% πέρυσι. Παράλληλα, σημαντική άνοδο σημείωσαν και οι εξαγωγές φυσικού αερίου, κατά 134,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021, γεγονός που συνεπάγεται ότι η παρούσα συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες για αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, με σκοπό τον εφοδιασμό των γειτονικών χωρών.