Αναζητά ακίνητα για νέα καταστήματα η Media Strom
Αναζητά ακίνητα για νέα καταστήματα η Media Strom

Αναζητά ακίνητα για νέα καταστήματα η Media Strom

Σημειώνεται ότι η συνολική αξία της ελληνικής αγοράς οικιακών στρωμάτων αγγίζει τα 160 εκατ. ευρώ.
RE+D magazine
02.02.2023

Επενδυτικό πρόγραμμα ύψους €1 εκατ. υλοποιεί για το 2023 η Αθηναϊκή Στρωματοποιία (Media Strom) η οποία, μεταξύ άλλων, θα προχωρήσει στη δημιουργία τριών νέων εταιρικών καταστημάτων.

Οπως υπογράμμισε πρόσφατα η διοίκηση της εταιρείας μεταξύ των βασικών σχεδίων της είναι η ενίσχυση των ηλεκτρονικών πωλήσεων (e-commerce),  καθώς και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ που θα καλύπτουν το 80% της παραγωγής ενέργειας του εργοστασίου.

Παράλληλα, η διοίκηση επικεντρώνει τη στρατηγική της στην ανάπτυξη του δικτύου καταστημάτων λιανικής της Media Strom, στην συνεχώς αναπτυσσόμενη ξενοδοχειακή αγορά, στη δημιουργία νέων επετειακών προϊόντων, ενώ εξετάζει στρατηγικές συνεργασίες για εξαγωγές στις περιοχές των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Αιχμή του δόρατος για την επιτυχημένη πορεία της εταιρείας, όπως λέει η διοίκηση, αποτελεί το κορυφαίο εργοστάσιο παραγωγής στρωμάτων στην Ελλάδα και ένα από τα τρία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που διαθέτει η Αθηναϊκή Στρωματοποιία στο Μαρκόπουλο Αττικής. Πρόκειται για μια πρότυπη βιομηχανία που παράγει πρωτοποριακά προϊόντα υψηλής ποιότητας και υγιεινής. Με τεχνολογία αιχμής και με το μοναδικό στην Ελλάδα εργαστήριο έρευνας & ανάπτυξης για την έκδοση πιστοποιητικών ποιότητας, το εργοστάσιο έχει δυνατότητα παραγωγής 1.000 στρωμάτων την ημέρα. 

Η Αθηναϊκή Στρωματοποιία -περισσότερο γνωστή για τη μάρκα της Media Strom- συμπληρώνει εφέτος 55 χρόνια πορείας στην ελληνική αγορά. Σήμερα, η εταιρεία παραμένει ηγέτης σε προϊόντα ύπνου στην Ελλάδα, διαρκώς αναπτυσσόμενη, με προτεραιότητα τον άνθρωπο, την τεχνολογία και το περιβάλλον. Αυτό είναι εφικτό χάρη στην κατάρτιση και την εμπειρία των ανθρώπων της - ενός δυναμικού που αποτελείται από 230 εργαζόμενους, συνολικά στον όμιλο. 
Δραστηριοποιείται κυρίως στα οικιακά στρώματα, μια αγορά που παράγονται 450-500 χιλ. τεμάχια ετησίως. Σημειώνεται ότι η συνολική αξία της ελληνικής αγοράς οικιακών στρωμάτων αγγίζει τα 160 εκατ. ευρώ. Επίσης, στοχεύει σε περαιτέρω διείσδυση στην επαγγελματική αγορά (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, διαμερίσματα) που παράγονται περίπου 120.000 στρώματα. Η συγκεκριμένη αγορά συμβάλλει 2,1 εκατ. ευρώ στον τζίρο της εταιρείας και προσδοκάται αύξηση κατά 40% εφέτος.

Η Αθηναϊκή Στρωματοποιία έχει αναπτύξει ένα δίκτυο με πολλαπλά κανάλια που περιλαμβάνει περίπου 400 σημεία διάθεσης, 1.300 ξενοδοχεία, 18 πολυκαταστήματα, e-shops και συνεργασίες με την ελληνική ναυτιλία. Παράλληλα, η εταιρεία δημιουργεί brands και συλλογές για διαφορετικές αγορές και καταναλωτικά κοινά, όπως τα Media Strom, Stromatex, Zenius - με αποκλειστική διάθεση στα Praktiker - και Sleep Dimmer. Από αυτά, η Media Strom αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο brand στην Ελλάδα, με ένα ευρύ δίκτυο 128 καταστημάτων στην Ελλάδα (Εταιρικά, Franchise & Shop in Shop). Νέα είσοδο στα brands της Αθηναϊκής Στρωματοποιίας αποτελεί το Sleep Dimmer, που προσφέρει ολοκληρωμένες λύσεις προϊόντων ύπνου, στο πλαίσιο ενός έξυπνου Sleep Concept.

Οι επενδύσεις

Την ίδια ώρα, η ολοκλήρωση επενδυτικού προγράμματος ύψους 30 εκατ. ευρώ στο 40.000 τ.μ. εργοστάσιο στο Μαρκόπουλο (κτιριακός και μηχανολογικός εξοπλισμός) δίνει στην εταιρεία τη δυνατότητα να επεκτείνει σημαντικά την εξαγωγική της δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, ο κ. Νιάρχος επεσήμανε ότι «υπάρχουν σκέψεις για εξαγωγές σε περιοχές που μας ενδιαφέρουν καθώς το εργοστάσιο είναι υπερσύγχρονο και μπορεί να καλύψει μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που παράγονται ήδη». Σήμερα η εταιρεία διαθέτει μικρό ποσοστό εξαγωγών σε Κύπρο και Αλβανία ενώ τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή είναι περιοχές που πιθανόν να αποτελέσουν προτεραιότητα στην αναζήτηση συνεργατών για επέκταση. Μάλιστα, ο κ. Νιάρχος σημείωσε ότι η εταιρεία πραγματοποιούσε εξαγωγές σε Γαλλία και Γερμανία τη δεκαετία του '90 ενώ στη Ρωσία διέθετε 4 εταιρικά καταστήματα με το σήμα Media Strom. Από τη συγκεκριμένη αγορά, μετά την κατάρρευση του ρουβλιού, αποεπένδυσαν πλήρως το 2002.