Πρόκειται για τους χλωροφθοράνθρακες (CFC), χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στην παραγωγή εκατοντάδων προϊόντων, όπως σπρέι αεροζόλ, διογκωτικά για αφρούς και υλικά συσκευασίας, διαλύτες, καθώς και στην ψύξη, και η παραγωγή τους για τέτοιες χρήσεις απαγορεύτηκε βάσει του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ το 2010, γιατί καταστρέφουν το προστατευτικό στρώμα του όζοντος της Γης.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι ουσίες αυτές μπορούν ακόμα να απελευθερωθούν ως πρώτες ύλες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων ενώσεων, ενδιάμεσα και σε υποπροϊόντα κατά την παραγωγή άλλων χημικών ουσιών, όπως οι υδροφθοράνθρακες (HFC), που αναπτύχθηκαν ως υποκατάστατα για τα CFC στην ψύξη και τον κλιματισμό. Αυτή είναι μια εξαίρεση που επιτρέπεται βάζει του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, ωστόσο είναι αντίθετη με τους ευρύτερους στόχους του.
Η έρευνα, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και την αμερικανική Εθνική Διοίκηση Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ), διεξήχθη από μια ομάδα επιστημόνων από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Ελβετία, την Αυστραλία και τη Γερμανία. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε πέντε CFC με λίγες ή καθόλου γνωστές τρέχουσες χρήσεις, που έχουν ατμοσφαιρική διάρκεια ζωής που κυμαίνεται από 52 ως 640 χρόνια. Έπειτα από μετρήσεις που έγιναν σε 14 τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο, διαπιστώθηκε ότι η ατμοσφαιρική συγκέντρωση των πέντε CFC έχει αυξηθεί μετά την κατάργηση της παραγωγής τους για τις περισσότερες χρήσεις το 2010 και έφτασε σε συγκέντρωση ρεκόρ το 2020.
Για τρία από αυτά τα CFC, οι αυξημένες εκπομπές μπορεί να οφείλονται εν μέρει στη χρήση τους στην παραγωγή δύο κοινών HFC, που χρησιμοποιούνται κυρίως στην ψύξη και τον κλιματισμό. Τα αίτια πίσω από τις αυξανόμενες εκπομπές των δύο άλλων CFC είναι λιγότερο σαφή, καθώς δεν υπάρχουν γνωστές τρέχουσες χρήσεις γι' αυτά.
«Το βασικό στοιχείο είναι ότι η διαδικασία παραγωγής για κάποιες από τις χημικές ουσίες που αντικαθιστούν τα CFC, μπορεί να μην είναι εντελώς φιλική προς το όζον, ακόμα και αν τα ίδια τα χημικά αντικατάστασης είναι», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Λουκ Γουέστερν, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και στην Εθνική Διοίκηση Ωκεανών και Ατμόσφαιρας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι εκπομπές από αυτές τις ουσίες CFC επί του παρόντος δεν απειλούν σημαντικά την ανάκτηση του όζοντος, αλλά καθώς είναι ισχυρά αέρια θερμοκηπίου, εξακολουθούν να επηρεάζουν το κλίμα. Επίσης, εάν οι εκπομπές αυτών των πέντε CFC συνεχίσουν να αυξάνονται, ο αντίκτυπός τους μπορεί να αναιρέσει ορισμένα από τα οφέλη που αποκομίστηκαν από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ.
«Δεδομένης της συνεχιζόμενης αύξησης αυτών των χημικών ουσιών στην ατμόσφαιρα, ίσως είναι καιρός να σκεφτούμε να βελτιώσουμε λίγο περισσότερο το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ», δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Γιοχάνες Λάουμπε από το Ινστιτούτο Ενέργειας και Κλιματικής Έρευνας στο ερευνητικό κέντρο Forschungszentrum Jülich.